«Η Ήμερη» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στο Θέατρο Σφενδόνη
Γράφει η Ελπινίκη Νίνου
Ένα παραλήρημα συνείδησης που διαχέεται σε έξι πρόσωπα
Υπάρχουν έργα που μοιάζουν να έχουν γραφτεί όχι για να παιχτούν, αλλά για να κατοικηθούν. Η «Ήμερη» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι είναι ακριβώς ένα τέτοιο έργο: ένας εσωτερικός μονόλογος, μια παραληρηματική εξομολόγηση ενοχής, που επιχειρεί να ψηλαφίσει τα όρια της ανθρώπινης ψυχής, της εξουσίας και της αγάπης. Το κείμενο γράφτηκε το 1876 και, παρά τη λιτότητά του, συγκεντρώνει μέσα του όλη την υπαρξιακή πυκνότητα του Ντοστογιέφσκι – τη συνείδηση, τη μοναξιά, την καταπίεση και την ανείπωτη τραγικότητα της ανθρώπινης αποτυχίας να επικοινωνήσει.
Στην παράσταση του Θεάτρου Σφενδόνη, ένα νέο σκηνοθετικό δίδυμο (Δανάη Καρούμπη, Ανθή Κολέση) και μια ομάδα νέων ηθοποιών (Μάρω Γκόρτσου, Δανάη Καρούμπη, Ανθή Κολέση, Νικηφόρος Κουγιουμτζόγλου, Λεωνίδας Μπακάλης, Γιώργος Μπουφίδης) καταθέτουν μια εντυπωσιακά ώριμη, συγκινητική και τολμηρή ανάγνωση αυτού του δύσκολου μονολόγου. Η σκηνοθετική επιλογή να μοιραστεί ο λόγος του αφηγητή σε έξι πρόσωπα – τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες – λειτουργεί όχι μόνο ως αφηγηματικό εύρημα, αλλά και ως δραματουργική αποκάλυψη: η φωνή του ενεχυροδανειστή (του προσώπου που μονολογεί) μετατρέπεται σε πολυφωνία συνείδησης, όπου κάθε πρόσωπο ενσαρκώνει ένα διαφορετικό πρόσωπο του ίδιου ανθρώπου — τον εγωισμό, τη μετάνοια, την τρυφερότητα, τη βία, τη σιωπή, την αδυναμία.
Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικά φυσικό· τόσο φυσικό, που θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως το έργο γράφτηκε έτσι εξαρχής. Η εναλλαγή των προσώπων γίνεται ρευστά, με μια ροή που θυμίζει όνειρο, ή μάλλον ανάμνηση — εκείνη τη θολή, ημι-ονειρική περιοχή του νου όπου όλα είναι αληθινά και ψεύτικα μαζί. Ο σκηνικός κόσμος κινείται σε αυτό το μετέωρο σημείο ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φαντασιακό, στο τώρα και στο τότε, στο είναι και στο ήταν.
Ο χώρος της Σφενδόνης αξιοποιείται εξαιρετικά: οι θεατές κάθονται και στις δύο πλευρές της σκηνής, γεγονός που αυξάνει τη δυσκολία αλλά και τις δυνατότητες της παράστασης. Οι ηθοποιοί καλούνται να υπηρετήσουν ένα κείμενο απαιτητικό, με συνεχή ψυχική ένταση και σχεδόν μουσική ρυθμικότητα. Και το κάνουν θαυμάσια. Οι ερμηνείες είναι συγκρατημένες αλλά ηλεκτρισμένες, γεμάτες εσωτερική ένταση. Υπάρχουν στιγμές που ο λόγος μοιάζει να τρεμοπαίζει ανάμεσα στο ρεαλισμό και το παραλήρημα, ακριβώς όπως θα ήθελε ο Ντοστογιέφσκι.
Υπάρχουν βέβαια και μικρές αστοχίες — κάποια χαμένα λόγια, λίγες στιγμές άνισης ενέργειας — μα παραμένουν αμελητέες μπροστά στη συνολική δύναμη και συνέπεια της δουλειάς.

Η σκηνοθεσία βρίθει εξαιρετικών ευρημάτων:
το χώμα αντί για τις σφαίρες, ένα εύρημα βαθιά συμβολικό, μετατρέπει τη βία σε μνήμη και τη μνήμη σε σιωπή·
ο διάλογος στην εξώπορτα, ανάμεσα στον εγκλεισμό και την απόδραση, συγκλονίζει με την απλότητά του·
και η έναρξη της παράστασης – χωρίς να αποκαλύψουμε λεπτομέρειες – λειτουργεί ως ποιητικό προοίμιο που προετοιμάζει το βλέμμα του θεατή για μια εμπειρία όπου η αφήγηση δεν αρχίζει, αλλά ξαναρχίζει μέσα στο κεφάλι του ήρωα.
Η σκηνική αισθητική υπηρετεί αυτόν τον ονειρικό φαντασιακό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει το έργο: το φως, η κίνηση, οι σκιές, όλα συνθέτουν μια ατμόσφαιρα ανάμεσα στο πραγματικό και το μεταφυσικό. Είναι σαν να βλέπεις τη συνείδηση του ήρωα να προβάλλεται στον χώρο και στους άλλους ανθρώπους.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην πρωτότυπη μουσική του The Boy, που συνοδεύει την παράσταση με ευαισθησία. Σχεδόν αδιόρατη, μέχρι τη στιγμή που, προς το τέλος, ένα συγκλονιστικό μουσικό θέμα ανοίγει διάπλατα το συναισθηματικό του κόσμο και λειτουργεί ως λύτρωση, ή έστω ως ψευδαίσθηση λύτρωσης.

Στην καρδιά της παράστασης βρίσκεται η πάλη ενός ανθρώπου με τον εαυτό του — μια πάλη ανάμεσα στο «αγάπησα» και στο «κατείχα», στο «ήθελα να τη σώσω» και στο «την έπνιξα». Ο λόγος του ήρωα είναι ένα παραλήρημα εξουσίας και ενοχής, και η διανομή του σε πολλαπλά πρόσωπα αποκαλύπτει ότι η ψυχή του δεν είναι ενιαία· είναι διαμελισμένη, όπως και ο κόσμος του.
Η «Ήμερη» στο Θέατρο Σφενδόνη δεν είναι απλώς μια διασκευή ενός δύσκολου έργου. Είναι μια κατάδυση στο ασυνείδητο, μια σπουδή πάνω στη μνήμη και την ενοχή, και μια δήλωση πίστης στο θέατρο μέσα από την φρέσκια ματιά νέων ανθρώπων: στην ανάγκη να ξαναδιαβάζουμε τα κλασικά μέσα από τη δική μας εποχή, χωρίς φόβο αλλά με σεβασμό και φαντασία.

