Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Ο Φιλοκτήτης, αυτό το σπουδαίο έργο του Σοφοκλή, καταπιάνεται με έννοιες που στη σημερινή κοινωνία φαντάζουν ξεπερασμένες, όχι γιατί ο λόγος του ποιητή πάλιωσε και ξεπεράστηκε, απλώς γιατί η ανθρώπινη έπαρση, το θράσος και η παντελής ασέβεια έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και δεν αφήνουν χώρο για αρετές όπως η ηθική, η δικαιοσύνη ή ο σεβασμός. “Μισώ την εποχή που ζω, σκοτεινά χρόνια, δε θέλω τη ζωή μου έτσι”. Δεν είναι λόγια δικά μου, τα αναφωνεί ο ίδιος ο Φιλοκτήτης στο έργο, το οποίο γράφτηκε ανάμεσα σε δυο πολέμους, με τον αρχαίο τραγωδό να έχει σιχαθεί την κοινωνία που τον περιβάλλει, γράφοντας απολογιστικά, όσο και προφητικά. Δυο πόλεμοι που κατέστρεψαν πολλά απ’ όσα το αρχαίο πνεύμα έχτισε και για τα οποία κομπάζουμε ακόμη, τρεις χιλιέτιες αργότερα. Και αλήθεια, εκείνη η έπαρση των αρχαίων ημών προγόνων -ασχέτως φυλής ή εθνικότητας- σε τι διαφέρει άραγε απ΄τη σημερινή, απ’ τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ ή το νεοφασισμό του Νετανιάχου; Σε τίποτα, εκτός από την κλίμακα, το βεληνεκές των όπλων, μόνο στα μέσα δηλαδή. Όμως το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, τρεις χιλιάδες χρόνια αργότερα, τελικά ο σκοπός αγιάζει πάντα τα μέσα; Ο Νεοπτόλεμος καλείται να ζυγίσει τα επιχειρήματα ένθεν και ένθεν και να απαντήσει σε τούτο το ερώτημα, με βάση τη δική του ηθική, την ώρα που ο Οδυσσέας μηχανεύεται (πολυμήχανος γαρ) τα δόλια μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να πετύχει τους στόχους του, ενώ ο Φιλοκτήτης, ο προδομένος ήρωας σέρνει το λαβωμένο του κορμί στα αφιλόξενα και έρημα εδάφη της Λήμνου.
Και επειδή ο Νεοπτόλεμος, ο Οδυσσέας και ο Φιλοκτήτης έχουν προ πολλού περάσει στην απέναντι όχθη, το βάρος των δρωμένων τους κλήθηκαν να σηκώσουν οι Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Θοδωρής Κατσαφάδος και Γιώργος Κιμούλης αντίστοιχα, με τον τελευταίο να επιφορτίζεται και με το σκηνοθετικό καθήκον. Και κάπου εδώ είναι που η δουλειά του κριτικού του επιβάλλει να αξιολογήσει ερμηνείες, σκηνοθετικές οδηγίες και ευρήματα, φωτισμούς, ήχους και μουσικές, κοστούμια και σκηνικά. Και σεβόμενος το μόχθο και την ποιότητα των συντελεστών και του εγχειρήματος θα το κάνω, ωστόσο στο μέτρο του δυνατού, καθώς στο τελικό αποτελέσμα συμβάλλουν όλα τα προαναφερθέντα και πολλά από αυτά στο Αρχαίο Θέατρο Μήλου, μας τα στέρησε η ασέβεια προς τον πολιτισμό, προς στις τέχνες, προς τον άνθρωπο. Ας τα πάρουμε όμως απ’ την αρχή. Το Αρχαίο Θέατρο Μήλου είναι ένα δώρο που μας άφησαν οι πρόγονοί μας, χτισμένο σε μια πλαγιά στην πλάτη του κυκλαδίτικου νησιού, με τη θέα πίσω απ’ τη σκηνή να κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση και τη θάλασσα να σμίγει με το στερέωμα. Ο δρόμος προς το θέατρο όμως είναι δύσβατος και κακοτράχαλος, ενέχοντας αρκετούς κινδύνους. Παρόλα αυτά, όποιος καταφέρει να κατέβει, αποζημιώνεται και με το παραπάνω, πολλώ δε μάλλον αν πρόκειται να παρακολουθήσει μια καλή παράσταση, όπως ήταν και ο Φιλοκτήτης. Επανειλημμένως και σε τακτική βάση εκατομμύρια ευρώ κάνουν φτερά από τις τσέπες των πολιτών αυτού του κράτους για να καταλήξουν σε εργολάβους πρόθυμους να αναλαμβάνουν την αναστήλωση αυτού του άγιου τόπου, με το τελευταίο κονδύλι να είναι ακόμα ζεστό στα ταμεία τους και τα υπολείμματα των “έργων” τους παρατημένα στον περιβάλλοντα χώρο. Το δε αποτέλεσμα των εργασιών τραγικό, τόσο αισθητικά όσο και λειτουργικά. Να σημειώσουμε πως στο χώρο δεν υπάρχουν μήτε τουαλέτες, μήτε κυλικείο, μήτε και ηλεκτρισμός. Και τι να τα κάνεις όλα αυτά άραγε σε μια καλοκαιρινή παράσταση εν μέσω καύσωνα; Μήπως θα διψάσει κανείς; Μήπως απ’ τα πολλά νερά θα κληθεί να καλύψει τις φυσικές του ανάγκες; Όσο για τον ηλεκτρισμό, θα στήσουμε παράμερα μια γεννήτρια, να πλημμυρίζει το χώρο μελωδίες και αρώματα, ενώ πασχίζει να αντέξει το αναγκαίο ηλεκτρικό φορτίο. Και αν δεν το αντέχει; Ξεκινάμε να κόβουμε καταναλωτές φορτίων, μέχρις ότου αντέξει να τους σηκώσει στο ζετέ. Κόβουμε μουσική, κόβουμε φώτα και βλέπουμε. Επτά ολιγόλεπτες διακοπές ρεύματος σ’ ένα έργο μιάμισης ώρας, με το κοινό να χειροκροτεί δυνατά τους ηρωικούς ηθοποιούς, που πάλευαν να κρατήσουν όρθιους στη σκηνή τους σοφόκλειους ήρωες, μαζί με την ψυχραιμία και τη συγκέντρωσή τους. Η δε παράσταση ήταν κατά τα άλλα με ελεύθερη είσοδο, ως ευγενική προσφορά του Δήμου Μήλου και της Imerys, της γαλλικής πολυεθνικής που έχει μετατρέψει (και) τη Μήλο σ’ ένα τεράστιο ορυχείο, θησαυρίζοντας από ένα έδαφος που “κατέλαβε”, όχι με πόλεμο, αλλά με εκποίηση δημόσιας περιουσίας, πάντα υπό τους όρους της φιλελεύθερης αγοράς.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, οι ηθοποιοί μας χάρισαν μια αξιοπρεπέστατη παράσταση, με τον Γιώργο Κιμούλη να σέβεται το αρχαίο κείμενο και να το αποδίδει με έναν τρόπο φρέσκο, που αφορά και στο σήμερα, χωρίς να του φορτώσει ίχνος “μοντερνιάς”. Κανείς ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ακούστηκε από κάποιον ήρωα “στο άσχετο”, όπως λένε οι νεότεροι, κανείς κι από τους Αχαιούς δεν μετονομάσθη “Κούλης”, όπως συνέβη σε άλλα ανεβάσματα αρχαίων έργων (και δη τραγωδιών;;!). Σκηνοθετικά η παράσταση ήταν άρτια, με τα ανθρώπινα συναισθήματα να βρίσκονται στο επίκεντρο, να αντανακλώνται διακριτά στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και να εισπράττονται τελικά απ’ το κοινό. Η έπαρση, η ασέβεια και ο κυνισμός που πηγάζουν απ’ την εξουσία που κατέχει ο Οδυσσέας, ο αυθορμητισμός και η απερισκεψία που εκπορεύονται από τη νεότητα του Νεοπτολέμου, μα και η κατοπινή του μεταμέλεια, η προδοσία, η οδύνη, αλλά και η ηθική διαύγεια του Φιλοκτήτη. Χωρίς αχρείαστες υπερβολές, με άξονα το ρεαλισμό, ο Κιμούλης έχει φτιάξει μια παράσταση στα μέτρα των αρχαίων προγόνων, με μοναδικό σκοπό να διδάξει σεμνά το έργο του Σοφοκλή, αφήνοντας στην άκρη εύκολους διδακτισμούς και δακτυλοπαλινδρομήσεις. Οι άρτιες ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών έρχονται να αγκαλιάσουν το όλο εγχείρημα, με τον Κιμούλη να ξεπερνά τα όρια της ερμηνείας του Φιλοκτήτη και να αγγίζει τα όρια της μετενσάρκωσης, βαδίζοντας ένα τεντωμένο σχοινί, σε μια εξισορρόπηση μεταξύ εξαθλίωσης και υπερηφάνειας, καταφέρνοντας να μη γείρει σε καμία απ’ τις δύο πλευρές. Ο δε Γκοτσόπουλος συνεχίζει να χαράζει τη δική του πορεία στο θεατρικό σανίδι, μια πορεία πάντοτε ανοδική που θα μας απασχολεί (ευτυχώς) για πολλά ακόμη χρόνια. Στα επιμέρους τώρα, το σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου κατάφερε να σταθεί επιβλητικό παρά το μινιμαλιστικό του χαρακτήρα και να αποδώσει με μεγάλη σαφήνεια το τοπίο ενός σπηλαίου στο οποίο ζει έρημο και μόνο ένα πληγωμένο θηρίο στο πέρας του κόσμου. Ένα σπήλαιο που αποτελεί ταυτόχρονα ένα μεταφυσικό πέρασμα, το οποίο ενώνει και χωρίζει αντίθετους κόσμους, ιδέες και αντιλήψεις. Διαβάζοντας κριτικές συναδέλφων και κρίνοντας απ’ το ατμοσφαιρικά φωτισμένο σκηνικό πριν αρχίσει η παράσταση, αντιλαμβάνομαι πως τόσο οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, όσο και οι μουσικές του Ανδρέα Κατσιγιάννη δημιουργούν ένα έντονο και αρμοστό κλήμα που ανεβάζει την παράσταση σε άλλο επίπεδο. Εμείς δυστυχώς πήραμε μόνο μια μικρή γεύση όλων αυτών, καθώς την παρακολουθήσαμε με τα ελάχιστα δυνατά μέσα.
Μοναδική παραφωνία στα μάτια του γράφοντος ήταν ο χορός, ο οποίος αποτελούνταν από ηθοποιούς των οποίων οι υποκριτικές ικανότητες δεν ήταν αρκούντως επαρκείς για να σταθούν αντάξιες της υποκριτικής δυνότητας των πρωταγωνιστών, αντίθεση η οποία τελικά τονιζόταν, αντί κάπως να αποσβένει. Δυστυχώς δεν κατάφερε να ενσωματωθεί στο έργο και να πείσει ούτε ως χορός, ούτε ως κουστωδία του Νεοπτολέμου. Σε μεγάλο βαθμό αυτό δεν τους του επέτρεπαν και τα επιμελημένα απ’ τη Σοφία Νικολαΐδη και τον Ηλία Στριγγάρη κοστούμια, που θύμιζαν περισσότερο σύγχρονες στρατιωτικές στολές εκστρατείας, αποτελούμενα από cargo παντελόνια, γιλέκα και άρβυλα, τα οποία μας έβγαζαν απ’ το κλήμα, παρά τους όποιους ενδεχόμενους συμβολισμούς. Στο ίδιο μήκος κύματος και τα κοστούμια των Κατσαφάδου και Γκοτσόπουλου, οι οποίοι όμως κατάφεραν ερμηνευτικά να ξεπεράσουν το σκόπελο αυτό, ο δεύτερος με τη βοήθεια και ενός θώρακα και επιγονατίδων. Σε πλήρη αντίθεση των παραπάνω το άρτιο κοστούμι του Φιλοκτήτη, που ήταν απολύτως αρμοστό στο ρόλο. Πέραν όμως αυτών, των μικρών λεπτομερειών και των λοιπών έξωθεν της παράστασης αντιξοοτήτων, το αποτέλεσμα ήταν θετικό και η προσπάθεια όλων των συντελεστών της παράστασης αξιέπαινη. Η περιοδεία του Φιλοκτήτη συνεχίζεται σε όλη τη χώρα και όπου την πετύχετε πηγαίνετε να απολαύσετε την παράσταση.
περισσότερα για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/filoktitis-sofokli-periodeia-kalokairi-2025/