Επιμέλεια Συνέντευξης: Κωνσταντίνος Αβράμης
Σήμερα το Παλκοσένικο έχει τη χαρά να φιλοξενεί την ηθοποιό Λίλα Παντελίδου και να κουβεντιάζει μαζί της,
με αφορμή την παράσταση HIV του Θανάση Τριαρίδη στην οποία πρωταγωνιστεί και που ανεβαίνει κάθε Τρίτη στις 21:00 στο Θέατρο Άβατον.
Τι δεξιότητες χρειάζεται μια τέτοια παράσταση; Είναι υποκριτική; Είναι performance;
Για να είμαι ειλικρινής δεν σκέφτομαι το ‘’είδος’’ όταν παίζω. Αν δηλαδή είναι περισσότερο υποκριτική ή αν έχει στοιχεία performance. Είναι μια πειραματική δουλειά, φτιαγμένη με κόπο, μεράκι και αγάπη από όλους μας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το πώς περνάει το μήνυμα στο κοινό, αν πραγματικά φτάνει εκεί που πρέπει — στην καρδιά και στο μυαλό του θεατή. Η παράσταση έχει θεατρική βάση, αλλά εμπλουτίζεται από στοιχεία όπως η σωματικότητα, η ένταση του παρόντος, η άμεση έκθεση του ηθοποιού. Όπως σε κάθε μονόλογο νομίζω αυτό που χρειάζεται είναι συγκέντρωση, διαθεσιμότητα στα ερεθίσματα και το να είσαι 100% παρούσα.
Πόσο χρόνο και κόπο αφιερώνεις στην καλλιτεχνική πλευρά του θεάτρου σου και πόσο στην οργανωτική πλευρά; Υπάρχει κάποια δυσκολία που δεν είχες προβλέψει πριν να μπεις στο επαγγελματικό θέατρο;
Αν μπορούσα, θα έδινα όλο τον χρόνο μου στο δημιουργικό κομμάτι της διαδικασίας. Αλλά δυστυχώς σήμερα για να κάνεις μία δική σου δουλειά, πρέπει να είσαι ηθοποιός, παραγωγός, να ασχολείσαι με πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες που σου ρουφάνε όλη την ενέργεια. Δεν είχα φανταστεί πόσο απαιτητικό είναι αυτό και ευτυχώς έχω μια όμορφη ομάδα που με πλαισιώνει και με στηρίζει αλλιώς δεν θα τα είχα καταφέρει. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις θέατρο στις μέρες μας. Θαυμάζω και αγαπώ τις νέες ομάδες.
Μόλις πρόσφατα μετακόμισες στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη. Βλέπεις καλλιτεχνικές διαφορές ανάμεσα στις παραστάσεις του βορρά και του νότου;
Η Θεσσαλονίκη για μένα είναι οικογένεια. Εκεί δουλεύεις με φίλους, με ανθρώπους που έχεις μεγαλώσει μαζί τους θεατρικά. Λίγο-πολύ γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας — ξέρεις ποιος είναι ποιος, ποιος παλεύει για τι, και υπάρχει μια οικειότητα που σε ακολουθεί σε κάθε δουλειά. Οι σκηνές είναι λιγότερες, ναι, αλλά ίσως γι’ αυτό δε χάνεται ποτέ το ανθρώπινο στοιχείο. Η Αθήνα, από την άλλη, είναι τεράστια. Άλλες ευκαιρίες, άλλοι ρυθμοί. Υπάρχει η δυνατότητα για σεμινάρια και επιμόρφωση και αυτό είναι κάτι που με γοητεύει πολύ γιατί πάντα θέλω να μαθαίνω νέα πράγματα. Βγαίνεις μια βόλτα στο κέντρο και σε κάθε στενό υπάρχει και ένα θέατρο ή κάποιος χώρος που γίνονται καλλιτεχνικές δράσεις, εκθέσεις, παραστάσεις, συναυλίες και αισθάνομαι σαν μικρό παιδί που θέλει να τρέξει και να τα ανακαλύψει όλα!

Ποιο είδος θεάτρου εκτιμάς πως έχει τη μεγαλύτερη επίδραση; Ποιο είναι το πιο δύσκολο για να το κάνει κάποιος καλά;
Το κάθε είδος έχει την δυσκολία του.Όμως, αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιο θα επέλεγα την κωμωδία.Ίσως επειδή την αγαπώ λίγο παραπάνω. Η έννοια του γέλιου έχει παρεξηγηθεί στις μέρες μας και είναι σημαντικό, αν όχι απαραίτητο,να υπενθυμίζουμε τη δύναμή του.
Έχεις ασχοληθεί με τη γραφή, έχεις συνεργαστεί πολλές φορές με νέους συγγραφείς. Υπάρχει κάτι που σου λείπει από το θέατρο ρεπερτορίου; Υπάρχει κάποια αδυναμία που να εντοπίζεις στα σύγχρονα έργα;
Αισθάνομαι τεράστιο σεβασμό για όλους όσους γράφουν σήμερα. Το να δημιουργείς σε μια εποχή γεμάτη ανασφάλειες, κρίσεις και διαρκείς αλλαγές είναι από μόνο του σπουδαίο. Θαυμάζω βαθιά τους νέους συγγραφείς. Αν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να δω παραπάνω στις σκηνές είναι νέες θεατρικές κωμωδίες.
Στην παράσταση φέρεις κάτι από τον κόσμο μιας Αφρικανής οροθετικής σεξεργάτριας, μιας κοπέλας που ήταν θύμα trafficking. Σε μια πολιτικά ορθή κοινωνία, τι μπορεί να σε κάνει να καταλαβαίνεις έναν ρόλο με τον οποίο μπορεί να μοιράζεσαι ελάχιστες κοινές ταυτότητες;
Προφανώς, η ιστορία της Επίφανι Γκούντμαν είναι ένα βαρύ και σκοτεινό κεφάλαιο. Δεν έχω κοινό βίωμα για να το προσεγγίσω. Κανένας
ηθοποιός δεν μπορεί πραγματικά να χωρέσει μέσα του την πραγματική της εμπειρία. Αυτό που σκέφτομαι είναι το τραύμα. Η έννοια του τραύματος με βοηθάει γενικά στην προσέγγιση του ρόλου. Δεν ξέρω αν μπορώ να το εξηγήσω. Βλέπω ένα μικρό παιδί από την Αφρική που δεν έζησε ποτέ τη ζωή που θα έπρεπε να ζήσει. Ένα παιδί που του στέρησαν το όνειρο, το δικαίωμα να μεγαλώσει, να επιλέξει, να αγαπηθεί. Αυτό το μικρό παιδί — η αθωότητα που χάνεται άδικα — είναι η αφετηρία μου. Όχι με την ψευδαίσθηση πως κατανοώ πλήρως το βίωμά της, αλλά προσπαθώντας να την κατανοήσω.
Και, τέλος, γιατί το κάνεις αυτό; Τι σε κάνει να θυσιάζεις τόσο χρόνο και κόπο για το θέατρο, σε έναν χώρο που είναι βέβαιο πως δεν θα ανταμειφθείς για αυτά;
Το έχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Γιατί τελικά το κάνω αυτό; Νομίζω πως ψάχνω μέσα από το θέατρο να βρω την καλοσύνη που δεν βρίσκω στην καθημερινότητα που ζούμε. Ψάχνω το μοίρασμα, την ομάδα, το παιχνίδι, τον συνοδοιπόρο που θα σε κάνει να χαίρεσαι που κάνεις αυτή την δουλειά και το καθαρό βλέμμα ενός θεατή. Μεγαλώσαμε ακούγοντας ότι θέλει γερό στομάχι για να κάνεις αυτή την δουλειά και πράγματι είναι ένας πολύ σκληρός χώρος που σε κερνάει αβέρτα πίκρες και ματαιώσεις. Κάθε βράδυ σκέφτομαι πως θα τα παρατήσω και την ίδια στιγμή το μυαλό μου σκαρώνει και ονειρεύεται νέα καλλιτεχνικά σχέδια. Σκέφτομαι πως σε πείσμα των καιρών θα συνεχίσω να ψάχνω το καλό και ας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα φάω τα μούτρα μου.

