Κουβεντιάζοντας με τον Χρήστο Θεοδωρίδη

Επιμέλεια συνέντευξης: Διονύσης Μαλαπέτσας – Άννα Βαμβακάρη

 

Σήμερα έχουμε τη χαρά και την τιμή να φιλοξενούμε στο Παλκοσένικο το σκηνοθέτη Χρήστο Θεοδωρίδη και να συζητάμε μαζί του με αφορμή τις παραστάσεις «Σ’ εσάς που με ακούτε» και «Συνέδριο για το Ιράν» που σκηνοθετεί και ανεβαίνουν στο Αμφι-Θέατρο Ευαγγελάτου και στο Θέατρο Πορεία αντίστοιχα.

  • Με ποιο κριτήριο επιλέγεις τα έργα που θα σκηνοθετήσεις και κυρίως την ομάδα που θα εμπιστευτείς για να σε βοηθήσει να φέρεις στη σκηνή το όραμά σου;

Εγώ γενικά, όσον αφορά στα έργα, έχω πάντα ένα σοβαρό πρόβλημα γιατί δε βρίσκω εύκολα έργα τα οποία να θεωρώ ότι πρέπει να γίνουν τώρα. Αυτό είναι το βασικό μου κριτήριο, το τώρα. Δεν έχω κάποια αποθήκη έργων όπου θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνω. Προφανώς μου αρέσουν κάποια κλασικά έργα και προφανώς θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνω τέτοια έργα, αλλά δεν πάω ποτέ με βάση αυτό. Πάω πάντα με αυτό που θεωρώ ότι πρέπει να γίνει αυτή τη στιγμή σε αυτή τη χώρα. Να ασχοληθώ με ένα έργο που αυτή τη στιγμή πρέπει να ακουστεί ο λόγος του σήμερα. Και είναι μια επίπονη διαδικασία γιατί δε βρίσκω εύκολα έργα.

…διαλέγω έργα που πρέπει να ακουστούν στο σήμερα και που με συγκινούν…

Επίσης πρέπει να με συγκινήσει κάτι πάρα πολύ, πρέπει να με κάνει να ‘κλάψω’ ένα έργο για να το ανεβάσω. Οπότε δεν είναι μια εύκολη διαδικασία όλο αυτό, γιατί δε γράφονται πολλά έργα, τα οποία να συνδυάζουν τη σχέση της προσωπικής ιστορίας με την ιστορία γενικότερα, την ιστορία της ανθρωπότητας, με το πως τρέχει η κοινωνία σήμερα, με το τι συμβαίνει σήμερα στην πολιτική. Αυτή η σχέση της προσωπικής ιστορίας του καθενός με τη μεγαλύτερη ιστορία του ανθρώπου. Δε βρίσκω λοιπόν πολύ εύκολα τέτοια έργα.

…διαλέγουμε συνεργάτες που μοιράζονται μαζί μας την ανησυχία

 για τη θέση του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία…

Τώρα, όσον αφορά στην ομάδα έχω σίγουρα κάποιους μόνιμους συνεργάτες στην Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων που δημιουργήθηκε από εμένα και την Ξένια, αλλά πάντα θέλουμε να ανοίγουμε την ομάδα σε ανθρώπους καινούριους, να φέρνουμε καινούριο υλικό και καινούριες μοναδικότητες. Στις τελευταίες ακροάσεις που έκανα και για το “Σ’ εσάς που με ακούτε” και για το “Συνέδριο για το Ιράν”, πέραν των ικανοτήτων που πρέπει να έχει ένας ηθοποιός, διότι προφανώς το ψάχνεις και αυτό, το βασικό μου κριτήριο ήταν να υπάρχει και να μοιράζεται ο ηθοποιός μαζί μας την ανησυχία που έχουμε απέναντι στην κοινωνία, στο ποια είναι η θέση του ανθρώπου στην κοινωνία σήμερα, οπότε επειδή είναι και τα δύο έργα που έχουν αυτή την ανησυχία μέσα τους, ο λόγος τους αυτός μπορεί να ειπωθεί μόνο από στόματα που έχουν αυτές τις ανησυχίες, δεν μπορείς δηλαδή με κάποιον τρόπο να υποκριθείς αυτή την ανησυχία, θα πρέπει να την έχεις. Αυτό είναι σίγουρα το βασικό μου κριτήριο, στους ανθρώπους που διαλέγουμε να μπουν στην ομάδα.

 

 

  • Μιλώντας για την Ξένια Θεμελή, σε τι βαθμό πιστεύεις πως επηρεάζει τη δυναμική των δύο παραστάσεών σας η κίνηση και η χορογραφία, την οποία επιμελείται η ίδια.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, διότι αυτό που μας ενδιαφέρει στην Ορχήστρα είναι ο διάλογος του λόγου, της μουσικής και της κίνησης. Σε όλες μας τις παραστάσεις ασχολούμαστε ενδελεχώς και με τα τρία στοιχεία, αντιμετωπίζουμε το σώμα του ηθοποιού ως έναν φορέα όλων αυτών των πραγμάτων, ώστε να μπορέσει να βουτήξει και με τα τρία εργαλεία μέσα στο σύμπαν του κάθε έργου. Χρησιμοποιούμε πάντα πάρα πολλή μουσική, πάρα πολλή κίνηση, δουλεύομε πάρα πολύ με τα σώματα των ηθοποιών, έτσι ώστε να μεταφερθεί αυτό μετά στο λόγο και να φανεί το πως το σώμα κουράζεται, αναπνέει και ορίζει τελικά τις δυνατότητες κάθε ηθοποιού. Αυτό είναι κάτι που το δουλεύω και ως δάσκαλος υποκριτικής στη σχολή που δουλεύω. Και αυτός ο διάλογος ανάλογα με το υλικό που έχουμε και ανάλογα με τα έργα που ασχολούμαστε δεν είναι ποτέ ίδιος, πάντα υπάρχει μια προτεραιότητα σε κάποιο απ’ τα τρία στοιχεία. Για παράδειγμα το “Συνέδριο για το Ιράν” είναι καθαρά λογοκεντρικό κείμενο και η κίνηση έχει δουλευτεί με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στο “Σ’ εσάς που με ακούτε” που υπάρχουνε συντονισμένες χορογραφίες.

 

  • Η συζήτησή μας λαμβάνει χώρα στον απόηχο της απεργίας και των μεγαλειωδών συλλαλητηρίων για το έγκλημα στα Τέμπη. Μπορεί τελικά ο λαός να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια των ισχυρών, όπως ακούγεται και στην παράσταση;

 

Πιστεύω πως αν ο λαός πραγματικά συνειδητοποιήσει τη δύναμή του,

τότε μπορεί να αλλάξει το ρου της ιστορίας.

Θεωρώ πως μπορεί! Βασικά, μετά το συλλαλητήριο της Παρασκευής, που δεν πίστευα αυτό που έβλεπα και ήταν φοβερά συγκινητικό, δεν έχουμε ξαναζήσει τέτοια εμπειρία στο δρόμο, με τόσο πολύ κόσμο, απόλυτα συντονισμένο, που κατέβηκε για μια ιδέα και όχι για το πορτοφόλι του και με την ιδιαίτερη προσοχή που έδειχνε ο ένας στον άλλον, με μία πολύ έντονη αίσθηση αλληλεγγύης, θα σου απαντήσω πως ναι, γίνεται να σταθούμε εμπόδιο στους ισχυρούς. Η αλήθεια είναι ότι είχα χάσει λίγο την ελπίδα μου. Βέβαια, όλοι οι αγώνες που δίνουμε τώρα, τους δίνουμε για τους επόμενους, δεν τους δίνουμε για τη δική μας γενιά, δεν αισθάνομαι ότι εμείς θα δούμε την αλλαγή για την οποία πολεμάμε. Θεωρώ, ότι αυτό θα πρέπει να μας δώσει ακόμη περισσότερη ώθηση και φωτιά γιατί πρέπει να φτιάξουμε το αύριο, δε γίνεται να συνεχίσει έτσι η κατάσταση. Πιστεύω πως αν ο λαός πραγματικά συνειδητοποιήσει τη δύναμή του, που δεν τη συνειδητοποιεί εύκολα, η οποία βρίσκεται στη δύναμη της ομάδας και στη συνένωση των δυνάμεων, τότε μπορεί να αλλάξει το ρου της ιστορίας.

Δεν μπορούμε να σταματάμε να αγωνιζόμαστε.

Τώρα το πόσο μπορεί να κρατήσει αυτή η αλλαγή; Άλλο μεγάλο ερώτημα. Θεωρώ ότι οι αλλαγές δυστυχώς, σύμφωνα και με ότι μας έχει δείξει η ιστορία, δεν κρατούν πολύ. Διαρκούν λίγο και μετά επιστρέφουμε πάλι σε μια default κακή κατάσταση και τότε πάλι θα χρειαστεί να διατηρήσουμε τις σημαίες μας και να παλέψουμε ξανά για τις ιδέες μας. Και δε νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, θα πρέπει ο λαός να σταθεί εμπόδιο και μπορεί να το κάνει όσον αφορά στη δύναμή του. Δεν μπορούμε να σταματάμε να αγωνιζόμαστε, ειδικά σε μια τέτοια συνθήκη, όπου αυτό που ζούμε στη χώρα είναι πρωτοφανές. Έχουμε μια κυβέρνηση που μας λέει οφθαλμοφανή ψέματα μέσα στα μούτρα μας, μας θεωρεί νοητικά υποδεέστερους, μας υποτιμά καθημερινά και είναι μια κυβέρνηση σκιτζήδων, ανίκανων και απαίδευτων ανθρώπων που ταυτόχρονα θεωρούν εαυτούς ανώτερους και εξυπνότερους από τους άλλους. Και δυστυχώς αυτοί οι άνθρωποι είναι στην εξουσία, και προφανώς κάποιοι τους έφεραν στην εξουσία, σε κάθε περίπτωση όμως την έχουν και την εκμεταλλεύονται και προσπαθούν να αγκιστρωθούν πάνω σε αυτή και να μείνουν εκεί για πάντα. Θα πρέπει λοιπόν να τους θυμίσουμε ότι αυτό δε γίνεται.

 

 

  • Θα δανειστώ άλλη μία φράση από την παράσταση “Σ’ εσάς που με ακούτε”, για να σε ρωτήσω, εσένα τι σε τρομάζει περισσότερο στον 21ο αιώνα;

Με τρομάζουν πάρα πολλά πράγματα, αλλά αυτό που με τρομάζει νομίζω περισσότερο είναι η αποξένωση, είναι το να σταματήσω να νοιάζομαι για τους άλλους. Και το λέω και για μένα τον ίδιο αυτό, δεν το λέω μόνο για τους άλλους. Η ζωή μας είναι έτσι φτιαγμένη ώστε ο καθένας μας να είναι πάρα πολύ απασχολημένος, να προσπαθεί και να πασχίζει για την προσωπική του διαβίωση και να μην του μένει χρόνος να δώσει στον άλλον. Και δυστυχώς το λέω και για μένα, καθώς θεωρώ πως δεν κάνω αυτά που θα έπρεπε να κάνω, αν λάβεις υπόψη το μέγεθος της δράσης απ’ την αντίθετη πλευρά. Δηλαδή η αντίδραση η δική μου δεν είναι αρκετή και ανάλογη της δράσης.

…αν πραγματικά νοιαστούμε για τον άλλον,

τότε και εκείνος θα γίνει η δική μας σανίδα σωτηρίας, όταν τον χρειαστούμε.

Αυτό λοιπόν που με τρομάζει πραγματικά είναι το να σταματήσουμε να νοιαζόμαστε για τους άλλους και να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας. Και νομίζω πως ζούμε μια τέτοια εποχή που αν δε συνειδητοποιήσουμε κάπως πως ο άλλος είναι ταυτόχρονα και η σανίδα σωτηρίας μας, αν πραγματικά νοιαστούμε για τον άλλον, τότε και εκείνος θα γίνει η δική μας σανίδα σωτηρίας όταν τον χρειαστούμε. Αν δε συνειδητοποιήσουμε αυτό, τότε νομίζω θα οδηγηθούμε πολύ γρήγορα στα δυστοπικά σενάρια που διαβάζουμε στα βιβλία του Όργουελ ή που  παρακολουθούμε στα αμερικανικά θρίλερ, που βγαίνουν κάθε χρόνο στον κινηματογράφο. Είμαστε ήδη σε αυτούς τους καιρούς. Αν δεν κάνουμε κάτι τώρα, το έχουμε χάσει το παιχνίδι.

 

 

  • Τίθεται ένας προβληματισμός στο έργο, αλλά και στη ζωή γενικότερα, κατά πόσο μπορούν να βρίσκονται στην ίδια συγκέντρωση / διαμαρτυρία άνθρωποι με εκ’ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, ακόμα κι αν υπάρχει κάποια κοινή διεκδίκηση. Ποιες είναι οι σκέψεις σου αναφορικά με αυτό;

…εγώ δεν αισθάνομαι καλά να βρίσκομαι σ’ ένα συλλαλητήριο 

δίπλα σε μια ακροδεξιά ομάδα και να φωνάζουμε το ίδιο, 

γιατί, δε θεωρώ πως μας ενώνουν τα ίδια ιδανικά, 

οι ίδιες ιδέες και το ίδιο παρελθόν.

Αυτό είναι και το πλαίσιο του έργου του “Σ’ εσάς που με ακούτε”, γιατί η Αναγνωστάκη περιγράφει αυτή τη μεγάλη συγκέντρωση στο Βερολίνο, με αφορμή τη μεγάλη συγκέντρωση που είχε γίνει στη Γένοβα το 2001. Δε θέτει ακριβώς το πλαίσιο που εξηγεί για ποιο λόγο βρίσκονται αυτές οι ομάδες εκεί, για ποιο λόγο είναι όλος ο κόσμος έξω και διαδηλώνει, γιατί υπάρχουν μέσα στον κόσμο αναρχικοί, αριστεροί, φιλελεύθεροι μέχρι ναζί, όπως γράφει η Αναγνωστάκη. Και όπως είδαμε και στην 28η Φλεβάρη, κατέβηκαν και ακροδεξιές ομάδες, απέναντι σε έναν ας τον πούμε κοινό εχθρό. Εγώ δε θεωρώ πως είναι κοινός ο εχθρός μας, δηλαδή δε θεωρώ ότι παλεύουμε για τα ίδια πράγματα, γι’ αυτό κάνει και αυτό το διαχωρισμό η Λούλα Αναγνωστάκη στο κείμενο, όταν κάποια στιγμή λέει ο Άγης “και οι νεοναζί άνθρωποι είναι” και του απαντάει ο  Ιβάν “όχι, δεν είναι άνθρωποι”.  Θεωρώ ότι δεν μπορεί να μας ενώσει κοινή ομπρέλα απέναντι σ’ έναν “κοινό” εχθρό. Για να πω το δικό μου το αίσθημα, εγώ δεν αισθάνομαι καλά να βρίσκομαι σ’ ένα συλλαλητήριο δίπλα σε μια ακροδεξιά ομάδα και να φωνάζουμε το ίδιο. Να μου πεις γιατί; Γιατί, δε θεωρώ πως μας ενώνουν τα ίδια ιδανικά, οι ίδιες ιδέες και το ίδιο παρελθόν. Και επιμένω με τους ακροδεξιούς γιατί αυτές είναι οι ομάδες που στις πιο δύσκολες στιγμές θα βοηθήσουν τα αντίστοιχα κόμματα για να ανέβουν στην εξουσία και τελικά τα κόμματα που θα υποστηρίξουν αυτές οι ομάδες θα κάνουν χειρότερα πράγματα απ΄ αυτά που ζούμε εμείς.

 

  • Το “Συνέδριο για το Ιράν”, αφού ολοκλήρωσε με μεγάλη επιτυχία και απανωτά sold out τις παραστάσεις στο ΠΛΥΦΑ, στις 12 Μαρτίου κάνει πρεμιέρα ξανά, αυτή τη φορά στο θέατρο Πορεία. Έχει πολύ ενδιαφέρον όχι μόνο ότι έκανε sold-out αλλά ότι οι άνθρωποι συζητούσαν γι’ αυτή την παράσταση και την πρότειναν με θέρμη σε φίλους και γνωστούς. Τι θεωρείς πως την έκανε να ξεχωρίσει τόσο στα μάτια του κοινού;

Αυτό που τελικά την έκανε να ξεχωρίσει ήταν αρχικά ο μεγάλος μου φόβος, ότι δε θα ξεχωρίσει. Η παράσταση βασικά είναι ένα συνέδριο, είναι δέκα άνθρωποι που μιλούν σε ένα συνέδριο, ο ένας μετά τον άλλον. Είναι ένα φοβερά λογοκεντρικό κείμενο. Ως πλοκή δε συμβαίνει τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα το παραδοσιακά χαρακτηριστικό ενός θεατρικού έργου, που παρακολουθείς μια πλοκή, συμβαίνει κάτι, ταυτίζεσαι ή όχι με κάποιους. Τίποτα απ’ αυτά. Βασικό χαρακτηριστικό του έργου είναι ότι όλη η πλοκή συμβαίνει στο μυαλό του θεατή. Δηλαδή όταν ακούγονται για τρεις ώρες στο μικρόφωνο απόψεις από κάποιους ομιλητές, οι οποίες τυγχάνει να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες η μία απ’ την άλλη, το μυαλό του θεατή  βρίσκεται συνέχεια σε μια εγρήγορση, για να καταλάβει τι από όλα αυτά πιστεύει ο ίδιος και τι όχι, πόσο θεωρεί ότι κάποιος έχει δίκιο ή πως έχει άδικο. Δηλαδή όλο το ‘κάψιμο’, όλη η πλοκή συμβαίνει στο μυαλό του θεατή και αυτό είναι που αρχικά φοβόμουν πολύ.

…έχει ανάγκη ο κόσμος να καθίσει να ακούσει και να αρχίσει να συνδιαλέγεται

ο ίδιος με τον εαυτό του, με τους φίλους του, για πράγματα και ιδέες.

Εγώ όταν επέλεξα το έργο μου άρεσε πολύ και με συγκίνησε τρομερά και όσον αφορά στο ίδιο το υλικό, αλλά και σε αυτή τη φόρμα, την οποία δεν είχα ξαναδεί στο θέατρο, το να εκτίθενται απλά απόψεις μπροστά στο κοινό ανοιχτά και να υπάρχει αυτή η κυκλοφορία ιδεών μεταξύ κοινού και ομιλητών-ηθοποιών. Και αναρωτιόμουν αν αυτή τη στιγμή που ο κόσμος έχει μάθει να σκρολάρει στα κοινωνικά δίκτυα και να παρακολουθεί τριών δευτερολέπτων βίντεο, άσχετα μεταξύ τους, το ένα μετά το άλλο, θα μπορέσει να κάτσει τρεις ώρες να ακούσει δέκα ομιλητές να μιλάνε. Η πραγματικότητα διέψευσε το φόβο μου πανηγυρικά, όχι μόνο μπορεί, αλλά έχει ανάγκη ο κόσμος να καθίσει να ακούσει και να αρχίσει να συνδιαλέγεται ο ίδιος με τον εαυτό του, με τους φίλους του, για πράγματα και ιδέες.

Ήταν πολύ χαρακτηριστικό ότι έφευγε ο κόσμος και τους άκουγα στην έξοδο να συζητούν και δεν ασχολούνταν με το ποιος ήταν καλός ή όχι στο έργο, αλλά ασχολούνταν με τις ιδέες. Μιλούσαν ο ένας στον άλλον και έλεγαν αυτό ήταν πολύ σωστό, εκείνο ήταν λάθος κλπ. Έμπαιναν δηλαδή σε μια διαδικασία συζήτησης, που αυτό για μένα είναι το ευτύχημα στην τέχνη του θεάτρου, το να μπορέσεις να προκαλέσεις μια ανάγκη συζήτησης για κάποια ώρα μετά την παράσταση. Οπότε αυτό ήταν τελικά το βασικό χαρακτηριστικό της επιτυχίας του. Και μάλιστα υπάρχει κόσμος που ήρθε και ξαναήρθε γιατί μπορεί να έχασε κάτι ή ήθελε να ξανακούσει κάτι και να σχηματίσει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα πάνω στο θέμα.

 

 

  • Επιλέγεις συνειδητά να κάνεις πολιτικό θέατρο, θέλοντας να πεις κάποια πράγματα μέσα απ’ αυτό. Αναρωτιέμαι αν βρέθηκαν τελικά αυτοί/ες που θα σε ακούσουν;

Δεν είναι πάντα ο δικός μου στόχος να κάνω πολιτικό θέατρο,

εμένα στόχος μου είναι να μιλάω για τα πράγματα που με απασχολούν.

Έχουν βρεθεί αυτοί που θα με ακούσουν, γιατί έχουν συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μας, είναι αυτό που ορίζει τις ζωές μας. Έχουμε καταλάβει τη σημασία της. Δεν είναι πάντα ο δικός μου στόχος να κάνω πολιτικό θέατρο, εμένα στόχος μου είναι να μιλάω για τα πράγματα που με απασχολούν. Αυτή τη στιγμή αυτά είναι τα πράγματα που με απασχολούν. Δε μπορώ ξαφνικά να κλείσω τα μάτια στην καθημερινότητα και να κάνω ψυχαγωγία, να κάνω διασκέδαση. Δεν τα υποτιμώ καθόλου, απλά εγώ προσωπικά ως καλλιτέχνης δε μπορώ να μη μιλήσω για τα πράγματα που ζω, απ’ τη στιγμή που τα σκέπτομαι, τα αισθάνομαι, τα συζητώ με τους φίλους μου, με απασχολούν καθημερινά, άρα θα έχει και αντίκρισμα στην τέχνη μου. Και υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που επίσης ενδιαφέρεται για τα ίδια πράγματα και για το πολιτικό θέατρο, οπότε υπάρχει ο κόσμος που θα μας ακούσει. Και αυτή τη στιγμή η Ορχήστρα, τα τελευταία τρία χρόνια έχει αποκτήσει ένα κοινό με το οποίο μοιραζόμαστε αυτές τις ανησυχίες και που έχουν να κάνουν πολύ και με το πολιτικό επίπεδο στη ζωή μας. Μακάρι να ζούσαμε σε μια ιδανική κοινωνία και να ασχολούμασταν με τη διασκέδασή μας, να κάναμε μια απλή κωμωδία. Δε γίνεται όμως αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τα πιστεύω μου και σύμφωνα με αυτά που γίνονται έξω.

 

  • Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια; Ετοιμάζεις κάτι για το καλοκαίρι ή για τη νέα σεζόν;

Για το καλοκαίρι όχι, σίγουρα του χρόνου θα συνεχίσει το “Συνέδριο για το Ιράν” στο ΠΛΥΦΑ, θα ‘επισκεφθούμε’ ξανά το “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου” το οποίο είχε ενάμιση χρόνο κενό αλλά θα ήθελα να το ξανακάνω γιατί θεωρώ πως δεν έχει κάνει ακόμα τον κύκλο του και πιθανότατα, σύμφωνα με συζητήσεις που κάνω τώρα, θα συνεχίσει και το “Σ’ εσάς που με ακούτε”, οπότε σίγουρα έχω τρεις επαναλήψεις για τη νέα σεζόν. Από εκεί και πέρα μου έχουν γίνει προτάσεις και είμαι σε συζητήσεις και για νέες δουλειές για τη νέα σεζόν.

 

  • Στο Παλκοσένικο συλλέγουμε ιστορίες από θεατρικές στιγμές που έχουν χαραχτεί στη μνήμη των ανθρώπων που συζητάμε και ήρθε η ώρα να αποτυπωθούν και σε ψηφιακό χαρτί. Έχεις κάποια τέτοια ιστορία που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;

‘‘γιατί έπαιξαν τόσο καλά αυτοί οι άνθρωποι;’’

Θα σου πω την τελευταία που με συγκίνησε πάρα πολύ. Την προηγούμενη εβδομάδα ήρθε στο “Σ’ εσάς που με ακούτε” ένας κύριος μεγάλης ηλικίας, μόνος του. Όταν τελείωσε η παράσταση, ξεκίνησε ο κόσμος να φεύγει και έτυχε να βρίσκομαι κάπου κοντά του. Προχωρούσε εκείνος μπροστά απ’ το τραπέζι που ήταν στη σκηνή και γύρισε και είπε στην ταξιθέτρια, κλαίγοντας, ‘‘γιατί έπαιξαν τόσο καλά αυτοί οι άνθρωποι;’’ Και του λέει η ταξιθέτρια ‘‘καλό δεν είναι αυτό;’’ Και τότε εκείνος της απαντάει ‘‘ναι, αυτό λέω, γιατί παίξανε τόσο καλά..;’’ Το λέω ακόμα και τώρα και συγκινούμε, γιατί αυτό είναι ο λόγος που κάνουμε θέατρο, το να μπορείς να αγγίζεις κάποιες χορδές, να μπαίνεις σε κάποιες βαθύτερες περιοχές ανθρώπων, που ίσως να μην είχαν άλλη διέξοδο για να τις εκφράσουν. Και είναι πολύ ωραίο το να δημιουργείς ξαφνικά μια κοινότητα με τους θεατές, να επικοινωνείς δηλαδή με το κοινό σ’ ένα απλό και συναισθηματικό επίπεδο και να καταλαβαίνεις και μόνο από δύο απλά πράγματα που μπορεί να σου πει, ότι έχει επικοινωνήσει όχι μόνο με αυτό που είδε, αλλά με την ουσία του έργου.

Είναι γενιές που έχουν ζήσει τις επαναστάσεις της αριστεράς, έχουν ματαιωθεί και ταυτόχρονα διατηρούν τις ιδέες άσβεστες, θεωρούν ότι υπάρχει ακόμα μέλλον…

Και άλλη μια κυρία, πάλι μεγάλης ηλικίας, η οποία στο τέλος χειροκροτούσε με το ρυθμό του τραγουδιού “Canzone Arrabbiata”. Είναι γενιές οι οποίες έχουν ζήσει όλη αυτή την έκρηξη της αριστεράς, όλες αυτές τις επαναστάσεις της αριστεράς, έχουν ματαιωθεί μετά από αυτές και ταυτόχρονα διατηρούν τις ιδέες άσβεστες, θεωρούν ότι υπάρχει ακόμα μέλλον σε αυτή την κοινωνία, ακόμα και σε αυτή την ηλικία που βρίσκονται, δεν είπαν ναι έχουμε χάσει οπότε δε μας νοιάζει, συνεχίζουν ακόμα να ελπίζουν για κάτι πιο φωτεινό στο μέλλον. Είναι άνθρωποι που έχουν ζήσει την ήττα, αλλά δεν την έχουν παραδεχτεί, δεν έχουν ματαιωθεί, δεν έχουν κάτσει στο σπίτι τους, ακόμα μέσα τους ζει η ελπίδα.

 

περισσότερα για την παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» εδώ.

περισσότερα για την παράσταση «Συνέδριο για το Ιράν» εδώ.