Κουβεντιάζοντας με τον Νικόλα Λαμπάκη

Επιμέλεια συνέντευξης: Άννα Βαμβακάρη  – Διονύσης Μαλαπέτσας

 

Νικόλα σε καλωσορίζουμε με μεγάλη χαρά στο Παλκοσένικο, για να κουβεντιάσουμε με αφορμή την παράσταση «Αφηγήτρια Ταινιών» που ανεβαίνει κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, στο ΠΛΥΦΑ.

 Καλησπέρα Διονύση, ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση!

 

Νικόλας Λαμπάκης – φωτογραφία: Μαίρη Λεονάρδου

 

Με αφετηρία τη νομική σχολή, οδηγήθηκες στο θέατρο και στη συνέχεια στη σκηνοθεσία. Μίλησε μας λίγο γι΄ αυτή τη διαδρομή.

…από τη νομική σχολή ως στο θέατρο

 

Η αλήθεια είναι ότι η αφετηρία δεν ήταν ακριβώς η νομική σχολή, δηλαδή απ’ τα σχολικά μου χρόνια παρακολουθούσα μαθήματα σ’ ένα θεατρικό εργαστήρι ήδη από την πρώτη τάξη του δημοτικού, οπότε πάντα είχα στο μυαλό μου ότι ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Τώρα το γιατί βρέθηκα στη νομική; Είναι λίγο-πολύ η ιστορία όλων των παιδιών, που όντας καλοί μαθητές, πάνε να πάρουν ένα πτυχίο, για να το έχουνε στη λογική του ‘μάθε τέχνη κι ας την…’, βέβαια αυτό ήταν επιστήμη δεν ήταν τέχνη, ωστόσο και τα χρόνια που ήμουν στη νομική στην πραγματικότητα πιο πολύ διάβαζα πολλά θεατρικά, πήγαινα στη βιβλιοθήκη του τμήματος θεάτρου στο πανεπιστήμιο, πάνω στη Θεσσαλονίκη που ήμουν. Είχα και μια ερασιτεχνική ομάδα τις “εξαιρέσεις”, στην οποία ήμουν μέλος αρχικά, μετά έγινα ο σκηνοθέτης της, που εκεί μας είχε υποστηρίξει και το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και η Περιφέρεια και κάναμε πολλές παραστάσεις, πάντα χωρίς αντίτιμο, αλλά έφερνε ο κόσμος πράγματα για το κοινωνικό παντοπωλείο κλπ. Είχαμε κάνει μάλιστα και μια παιδική παράσταση που είχε πάει περιοδεία και σε άλλες πόλεις στη βόρεια Ελλάδα.

 

…σπουδάζοντας στη Γαλλία

 

Απλά κάποια στιγμή είπα πως αυτό θέλω να το κάνω πιο επαγγελματικά, να καταρτιστώ σε αυτό το κομμάτι και τότε έφυγα στη Γαλλία, στο Παρίσι. Είχα κάνει ήδη κάποιες σπουδές νομικής στη Γαλλία, το 2015 μέσω του Erasmus, μου άρεσε πολύ η ζωή εκεί, ήθελα να δω και άλλα πράγματα, δεν είχα και πολύ εμπιστοσύνη γενικά στο εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, θεωρούσα δηλαδή ότι η θεατρική εκπαίδευση θα έχει πιο πολύ ενδιαφέρον εκεί. Και όντως είχε πολύ ενδιαφέρον, γιατί στο πανεπιστήμιο που βρέθηκα, στο όγδοο πανεπιστήμιο του Παρισιού, το Vincennes, τώρα πια στεγάζεται στο Saint-Denis, είχαμε την ελευθερία οι φοιτητές να διαλέγουμε εμείς τι μας ενδιαφέρει να κάνουμε, μέσα από θεματικές κατηγορίες που υπήρχαν στο πρόγραμμα σπουδών. Έτσι μπορούσε η σπουδή να πάρει μια πιο πρακτική κατεύθυνση και όχι θεωρητική. Απλά, αυτό μετά που κάπως άνοιγε εκεί ήταν ένας άλλος δρόμος που μάλλον πήγαινε σε κάτι πιο ακαδημαϊκό θεατρολογικό και εμένα με ενδιέφερε περισσότερο η πράξη, τουλάχιστον εγώ έτσι το σκέφτηκα τότε.

 

…επόμενος σταθμός το Εθνικό Θέατρο

 

Τότε έχοντας ήδη περάσει στο μεταπτυχιακό εδώ και επειδή δεν είχα δοκιμάσει ποτέ να κατέβω στην Αθήνα, όντας Θεσσαλονικιός, να δώσω κι εγώ μια φορά εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο και στις άλλες σχολές κλπ. είπα πως θα πάω στην Αθήνα και ‘θα παίξω τα χαρτιά μου’, θα κάνω μια γύρα, θα δώσω εξετάσεις και ότι γίνει, αν περάσω στο Εθνικό θα μείνω, αλλιώς θα επιστρέψω. Τελικά πέρασα στη σχολή του Εθνικού, στο τμήμα σκηνοθεσίας, που μάλιστα ήταν και καινούριο τότε, εγώ πέρασα ακριβώς τη δεύτερη χρονιά λειτουργίας του, μόλις είχε ξεκινήσει να λειτουργεί, θεωρώντας πως θα έχει πολύ ενδιαφέρον. Βέβαια, συνάντησα αρκετές δυσκολίες, καθώς η σχολή ακόμη έψαχνε τον προσανατολισμό της και κάπως έτσι αποφοίτησα πριν δυόμιση χρόνια. Τώρα η διαδρομή μου συνεχίζεται, γιατί δούλεψα αρκετά ως βοηθός σκηνοθέτη, αλλά και ως σκηνοθέτης, περισσότερο σε εκπαιδευτικά προγράμματα. Ουσιαστικά τώρα είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ και κάνω εγώ την παραγωγή, στην Αφηγήτρια Ταινιών.

 

…“με ενδιαφέρει το εφαρμοσμένο θέατρο,

ένα θέατρο πιο κοντά στην κοινότητα και στις ανάγκες τις κοινωνίας.”

 

Επίσης, η διαδρομή μου συνεχίζεται κάπως και στο κομμάτι της εκπαίδευσης, κάνω ένα μεταπτυχιακό στο τμήμα προσχολικής εκπαίδευσης, στο Βόλο, με θέμα το παιχνίδι και τα δημιουργικά περιβάλλοντα μάθησης. Με ενδιαφέρει πολύ το θέατρο στην εκπαίδευση, πέρυσι συνεργαζόμουν με ένα κέντρο πρόληψης στη Θεσσαλονίκη, φέτος με ένα άλλο στην Αθήνα. Γενικότερα με ενδιαφέρει το εφαρμοσμένο θέατρο, ένα θέατρο πιο κοντά στην κοινότητα, στις ανάγκες της κοινωνίας, αυτό το βρίσκω πολύ δημιουργικό.

 

Αφηγήτρια Ταινιών – φωτογραφία: Μαίρη Λεονάρδου

Και κάπως έτσι φτάνουμε στην “Αφηγήτρια ταινιών” του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ, την οποία σκηνοθετείς και όπως μας είπες, είναι και δική σου παραγωγή. Πες μας πώς οδηγήθηκες στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου;

Η παραγωγή είναι δική μου και της Νοεμής, μαζί συνεργαζόμαστε, την οργάνωση έχει αναλάβει η εταιρεία “Τροχιές”. Όσον αφορά στην επιλογή του έργου, ήταν ένα κείμενο που έπεσε στην αντίληψη μου πριν κάποια χρόνια και όταν το διάβασα μου έκανε τρομερή εντύπωση και μέσα στα χρόνια το ξανάπιανα, το ξαναδιάβαζα, μου άρεσε πάρα πολύ και σκεφτόμουν πως το κείμενο αυτό είναι από γραφής ένας μονόλογος για το θέατρο. Γενικά, όταν διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία, έχω την τάση να σκέφτομαι πως θα μπορούσαν να προσαρμοστούν σκηνικά, ειδικά αυτά που με ενδιαφέρουν και με ιντριγκάρουν πολύ. Κάπως έτσι πριν δυο χρόνια είχαμε βρεθεί με τη Νοεμή και με άλλα παιδιά που είχαμε μια συνεργασία μέσα στη σχολή και είπαμε μήπως να κάνουμε αυτό το έργο; Πέρασε κάπως ο καιρός και πριν από ένα χρόνο είπαμε τώρα πάμε να το κάνουμε και έγινε.

 

Τι είναι αυτό που καθιστά τη Νοεμή ιδανική για το ρόλο;

Είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία μέσα στη σχολή, μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και σε κάποια μαθήματα που οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί συνεργαζόμασταν και δουλεύαμε μαζί. Εκεί καταλάβαινα ότι την ενδιέφερε πάρα πολύ η δραματουργία, η σκηνοθεσία, έχει μια γενικότερη ματιά απ’ έξω, πιο συνολική. Βρίσκω ότι είναι ιδιαίτερα ευφυής και επιπλέον είναι και η ίδια σκηνοθέτιδα. Έκανε μια καταπληκτική παράσταση, πριν δυο χρόνια, το “Προσοχή, εκτελούνται έργα!” με θέμα το μετρό της Θεσσαλονίκης και έκανε πολλές παραστάσεις, σε όλη την Ελλάδα, ήταν πραγματικά μια πολύ όμορφη δουλειά. Οπότε είναι ιδανικό, όταν έχεις συνεργαστεί καλά με έναν άνθρωπο και πιστεύεις πάρα πολύ στις δυνατότητές του. Η Νοεμή είναι μια πολύ καλή ηθοποιός και ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο ήταν και η ερμηνευτική ηλικία, καθώς έχει μικρή ερμηνευτική ηλικία και ταίριαζε πολύ ωραία με το πως εγώ φαντάστηκα την αφηγήτριά μου, γιατί ο καθένας μπορεί να τη φανταστεί πολύ διαφορετικά, ήθελα να είναι λίγο πιο μπροστά το παιδικό βλέμμα, το μικρό κορίτσι, η μικρή αφηγήτρια ταινιών.

 

Αφηγήτρια Ταινιών – φωτογραφία: Μαίρη Λεονάρδου

Το έργο αυτό είναι βιβλίο. Ποιες δυσκολίες προκύπτουν στη θεατρική μεταφορά του;

Επειδή αυτό το βιβλίο είναι έτσι γραμμένο, αν κάποιος στο έδινε και σου έλεγε αυτό είναι ένας θεατρικός μονόλογος και όχι μια νουβέλα, μπορείς εύκολα να το πιστέψεις, ωστόσο χρειάζεται μια μεταγραφή για να γίνει σκηνικό κείμενο, ένα κείμενο παράστασης. Χρειάζεται σίγουρα κοψίματα, πρέπει να επιλέξεις δηλαδή τι θέλεις περισσότερο να κρατήσεις, μέσα απ’ αυτή τη μεγάλη ιστορία που εκτυλίσσεται, που θέλεις περισσότερο να επικεντρωθείς, διότι έχει πολλές επαναλήψεις μέσα το κείμενο και είναι λογικό, γιατί ο συγγραφέας, ο λογοτέχνης έχει μόνο τις λέξεις για να σου μεταδώσει μία αίσθηση, στο θέατρο όμως έχουμε και άλλα πράγματα. Υπάρχει η φωνή, το σώμα, οι κινήσεις, η μουσική, το φως, τα σκηνικά. Οπότε εκεί μπαίνεις σε μια διαπραγμάτευση με τα αφηγηματικά σου μέσα και να καταλαβαίνεις τι χρειάζεται να κρατήσεις απ’ το κείμενο και τι μπορούν τα άλλα αφηγηματικά μέσα να διηγηθούν, ένα όπλο που δεν το έχει ο συγγραφέας, ενώ ο σκηνοθέτης το έχει. Κατά τα άλλα, χρειάζεται να αποκωδικοποιήσεις λίγο τη σκέψη του συγγραφέα, το πως στήνει την ιστορία του, ποια είναι τα αφηγηματικά του επίπεδα, δηλαδή να πάρεις λίγη απ’ την ευφυία του, να μιμηθείς αυτό τον τρόπο και να το μεταγράψεις στο σκηνικό σου κείμενο.

 

Αφηγήτρια Ταινιών – ΠΛΥΦΑ

 

Μιλώντας για το συγγραφέα, για ποιο λόγο θεωρείς πως τοποθετεί την αφηγήτριά του στην έρημο της Χιλής, στα νιτροχώρια, όπου ζούσαν οι εργάτες;

 

Προφανώς, καθότι ο ίδιος Χιλιανός, αν και κάπου διάβασα πως πρέπει να ζει στην Αβάνα τα τελευταία χρόνια, εκεί είναι οι αναφορές του. Εγώ έψαξα και αν πρόκειται για κάποια σχεδόν πραγματική ιστορία, κάτι πρέπει να έχει ακούσει ο συγγραφέας, προφανώς πρέπει να υπάρχει ένα πρώτο υλικό απ’ το οποίο εμπνεύστηκε και έγραψε όλο αυτό. Νομίζω ότι το τοποθετεί ακριβώς εκεί γιατί αφενός τον ενδιαφέρει να σκιαγραφήσει λίγο τη ζωή αυτών των ανθρώπων της εργατικής τάξης και τις τρομερές δυσκολίες που βιώνει αυτός ο λαός. Δεν είναι καθόλου τυχαίος και ο τόπος και ο χρόνος, είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές του ’70, έχουμε τον Αλιέντε που ανεβαίνει στην εξουσία και τελικά πέφτει με το πραξικόπημα του Πινοσέτ, δηλαδή όπως λέει και μέσα στο έργο “έγιναν φοβερά πράγματα εκείνα τα χρόνια, που άλλαξαν τον κόσμο…”, αλλά δημιουργεί και μία αντίστιξη το γεγονός ότι αυτή η ιστορία που είναι γεμάτη ζωή, γεμάτη όνειρα και φαντασία, τοποθετείται σε ένα μέρος που είναι η έρημος, δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο να ζήσεις εκεί, σαν να μην υπάρχει εκεί η ζωή και όμως μ’ έναν τρόπο υπάρχει.

 

Αφηγήτρια Ταινιών – φωτογραφία: Μαίρη Λεονάρδου

 

Θεωρείς πως η αφήγηση ταινιών και ο μαγικός κόσμος του κινηματογράφου αποτελούν μια πρόφαση, για να αφηγηθεί τελικά ο συγγραφέας μια ζωή και μια κοινωνική κατάσταση;

Ναι, νομίζω ότι το έθεσες πάρα πολύ εύστοχα, ούτως ή άλλως αυτά μέσα στο κείμενο και μέσα στην παράσταση είναι πράγματα τα οποία μπερδεύονται, λίγο τα όρια του κινηματογράφου, του θεάτρου, της πραγματικότητας, της ζωής, της φαντασίας συμπλέκονται μ’ έναν τρόπο και υπάρχουν όλα μαζί. Αλλά νομίζω ότι ακριβώς κάτω απ’ αυτή την τρυφερή και γλυκιά ιστορία αυτού του κοριτσιού που κατάφερε να γίνει αρτίστα, να γίνει καλλιτέχνης και η σταρ του χωριού, που έλεγε αυτές τις φοβερές ταινίες, που όλο αυτό είναι κάτι που πολύ σε γοητεύει και σε βάζει μέσα στον κόσμο της ιστορίας, σ’ ένα δεύτερο πλάνο, που στο τέλος μάλλον γίνεται και πρώτο, αντικατοπτρίζεται η ζωή αυτής της κοινότητας, αυτών των ανθρώπων, ενός ολόκληρου λαού.

 

Και είναι και πολύ ωραίο που στην έκδοση του βιβλίου που υπάρχει το κείμενο του Πάμπλο Νερούδα στο επίμετρο, σχετικά με τη ζωή στη Πάμπα, στα νιτροχώρια, τα οποία εκείνος τα είχε επισκεφθεί τότε και είναι πολύ συγκινητικό αυτό που γράφει, ότι το πιο σημαντικό γι’ αυτόν δεν είναι ότι έτυχε να έχει μια διεθνή αναγνώριση, αλλά το ότι ήταν ο ποιητής του λαού, ότι τον αναγνώριζαν οι εργάτες, ότι η τέχνη του άγγιζε αυτούς του καθημερινούς ανθρώπους και αυτό ήταν το μεγαλύτερο παράσημο για εκείνον και για το έργο του.

 

Οπότε ναι, αυτό είναι, το πρόσχημα είναι ο μαγικός κόσμος του κινηματογράφου, η αφήγηση των ταινιών, η τέχνη, αλλά μέσα στην τέχνη υπάρχει κάπου η ζωή. Η καλλιτέχνιδα μάλιστα προσπαθεί να βρει έναν κώδικα, χωρίς να είναι ηθοποιός, αλλά αρχίζει να σκέφτεται και αυτό είναι το πολύ ωραίο, λέει ας πούμε ‘άρχισα να μιμούμαι, να κάνω πόζες’, σκεφτόταν δηλαδή πως θα αφηγηθεί μια ταινία, πως θα την παίξει, ‘πρέπει να κάνω γκριμάτσες, να κάνω κινήσεις, να βάλω σκηνικά αντικείμενα…’, δηλαδή εφευρίσκει από μόνη της έναν κόσμο θεατρικό.

 

Η τέχνη μιμείται τη ζωή, αλλά και η ζωή ταυτόχρονα μιμείται την τέχνη. Αυτό που βλέπουμε και στον κινηματογράφο, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι βλέπουν στον κινηματογράφο μια άλλη ζωή απ’ τη δική τους, ακούν τις αφηγήσεις και μπορούν αυτοί οι άνθρωποι ξαφνικά να φανταστούν ότι υπάρχει και κάτι άλλο πέρα απ’ τη ζωή που ζουν και εκεί ξεκινάει το όραμα μιας αλλαγής, επειδή ακριβώς σου δίνει η φαντασία το όπλο, τη δυνατότητα να δεις ότι υπάρχει και κάτι άλλο, πέρα από αυτό που εσύ ξέρεις. Σου διευρύνει τα όρια της σκέψης και της αντίληψής σου.

 

Να αφήσουμε για λίγο την αφηγήτρια και να μας πεις αν έχεις δει κάποια θεατρική παράσταση φέτος που την ξεχώρισες και γιατί;

 Είδα μια παράσταση, στο Studio Οικονόμου, στην πλατεία Εξαρχείων, λεγόταν “η νύχτα λίγο πριν τα δάση” του Κολτές, μια πολύ ωραία απόπειρα που έκαναν δύο νέα παιδιά, σκηνοθετεί και παίζει ο Γιώργος Σκαρλάτος, σ’ έναν χώρο ο οποίος δεν είναι ένας θεατρικός χώρος, είναι ένας χώρος που γίνονται διάφορα σεμινάρια, αλλά και παραστάσεις εκεί, δεν είναι όμως θέατρο αμιγώς. Βρήκα πολύ συγκινητικό το πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη να πουν αυτή την ιστορία, σ’ ένα δύσκολο κείμενο του Κολτές, μια συνειρμική γραφή που πολύ εύκολα σε πετάει έξω και χάνεσαι κάπου στις σκέψεις σου και επιστρέφεις ξανά στο κείμενο. Είναι η περιπλάνηση ενός ανθρώπου, αυτά που βλέπει, αυτά που συμβαίνουν, μια πολύ ελεύθερη γραφή, πολύ συνειρμική και βρήκα εντυπωσιακό το πως με το τίποτα, με τα πενιχρά μέσα που είχαν σ’ αυτό το χώρο και με την ευρηματικότητα που είχαν, βρήκαν τον τρόπο και μας αφηγήθηκαν αυτή την ιστορία. Και κάτι που υπάρχει καμιά φορά, αλλά δεν το βλέπεις πάντα, τον ενθουσιασμό που έχουν κάποιοι νέοι άνθρωποι, καταλαβαίνεις ότι αυτοί θέλουν πάρα πολύ να την πουν αυτή την ιστορία, θέλουν πάρα πολύ να τη μοιραστούν. Αυτό είναι φοβερό!

 

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια, ετοιμάζεις κάτι μετά την αφηγήτρια;

Η αλήθεια είναι ότι είμαι σε μια περίοδο αναζήτησης, δεν υπάρχει κάτι σίγουρο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι επειδή τώρα ξεκίνησε η αφηγήτρια και επειδή δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που βιάζονται, θέλω να την απολαύσω, θα την πάμε στη Θεσσαλονίκη μετά την Αθήνα, από τις 17 Μάρτη για τα Δευτερότριτα μέχρι το Πάσχα, στο θέατρο Τ και στοχεύουμε αν μπορούμε να πάμε και μια μίνι περιοδεία σε άλλες πόλεις. Είμαι γενικότερα σε μία αναζήτηση και προς την κατεύθυνση μιας καινούριας παράστασης αλλά και σε σχέση με θεατροπαιδαγωγικά προγράμματα κλπ.

 

Νικόλα θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάτι που δε γνωρίζουμε για σένα;

Λοιπόν, μιλήσαμε για θέατρο πάρα πολύ, υπάρχει και μια άλλη τέχνη, που εκεί το λέω πάντα με πολύ ταπεινότητα και σεμνότητα, καλά και για το θέατρο μιλάω με τον ίδιο τρόπο, απλώς εδώ είναι ένα αντικείμενο που δεν έχω μια τριβή, δεν το έχω σπουδάσει, έχω κάνει κάποια σεμινάρια, είμαι χομπίστας δηλαδή, μ΄ αρέσει λοιπόν πάρα πολύ η αναλογική φωτογραφία, μου αρέσει πάρα πολύ το φιλμ. Τα τελευταία δηλαδή δύο χρόνια, κυρίως τον τελευταίο ένα χρόνο φωτογραφίζω αρκετά και είναι κάτι που ενώ παλιότερα δε μου άρεσε καθόλου η φωτογραφία και γενικότερα επειδή αγαπώ πολύ το θέατρο, άρα μου αρέσει κάτι το ζωντανό και δε θέλω την κάμερα που αποτυπώνει μια στιγμή, παρ΄ όλα αυτά επειδή στην αναλογική φωτογραφία έχεις έναν περιορισμό απ’ το φιλμ σε σχέση με το τι θα τραβήξεις πρέπει να διαλέξεις με πολύ μεγάλη προσοχή το κάδρο σου, να στήσεις την εικόνα, να κάνεις τη φωτομέτρηση, οπότε επειδή συνδυάζει την τέχνη με την τεχνική, να τώρα που το λέω σε σένα σκέφτομαι ότι αυτό μπορεί να υπάρχει και στη σκηνοθεσία, δηλαδή ότι αφήνεις τη φαντασία σου αλλά μετά έρχεται και η τεχνική από πίσω, οπότε η φωτογραφία κάπως το ίδιο πράγμα είναι, να φτιάξω δηλαδή ένα κάδρο, να βρω την εικόνα μου, αλλά για να αποτυπωθεί κιόλας στο φιλμ πρέπει να φωτομετρήσω σωστά, πρέπει να κάνω όλα αυτά τα τεχνικά που πρέπει να γίνουν και μετά σε σχέση με την εμφάνιση, πχ αν πουσάρω το φιλμ, οπότε αυτό θα μπορούσα μοιραστώ μαζί σας.

 

Νικόλα σ’ ευχαριστούμε πάρα πολύ για την όμορφη κουβέντα μας! Ήταν μεγάλη χαρά να σε φιλοξενήσουμε στο Παλκοσένικο, να θυμίσουμε ότι η Αφηγήτρια Ταινιών ανεβαίνει στο ΠΛΥΦΑ κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21.00, όλο το Φεβρουάριο και μετά από 17 Μάρτη θα ανέβει στο Θεσσαλονίκη στο «Θέατρο Τ» και θα πάει μέχρι το Πάσχα εκεί.

Ναι, μέχρι τις 8 Απριλίου θα πάμε εκεί. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ Διονύση, ήταν πολύ ωραία η συζήτησή μας και σ’ ευχαριστώ και για τη ματιά σου, γιατί ξέρω και ότι ήρθες στη γενική πρόβα και είδες την παράστασή μας.

Η οποία να πω ότι ήταν πραγματικά πολύ ωραία, εξαιρετική δουλειά!

Ευχαριστούμε πάρα πολύ!

Και εμείς!

 

Δείτε το podcast της συνέντευξης στο κανάλι του Παλκοσένικου στο Youtube και εδώ:

 

 

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/afigitria-tainiwn-rivera-plyfa/