Κουβεντιάζοντας με τον Αντώνη Νάσιο

Επιμέλεια συνέντευξης: Άννα Βαμβακάρη

Σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στο Παλκοσένικο τον Αντώνη Νάσιο, που σκηνοθετεί την παράσταση “ Τα καλά παιδιά”, η οποία ανεβαίνει στο “Ρεκτιφιέ”.

 

Φωτογραφία Άννα Παπαδοπούλου

 

Αντώνη, θέλεις να μας πεις κάποια πράγματα για εσένα, για τα βήματα που σε οδήγησαν στο σήμερα μέχρι και τη σκηνοθεσία της παράστασης “Τα καλά παιδιά”.

Γεννήθηκα το 1997 και μεγάλωσα στη Σύρο, ένα μέρος που αγαπώ πολύ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην παράσταση η θάλασσα είναι ένας μέρος όπου επιθυμούν να φτάσουν διακαώς αλλά δεν τα καταφέρνουν. Σπούδασα στην Αθήνα, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας με κατεύθυνση την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Ήξερα, όμως ότι πάντα θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο. Έχω κάνει πολλά σεμινάρια και εργαστήρια με ανθρώπους που εκτιμώ και τα τελευταία δύο χρόνια παρακολούθησα εργαστήριο σκηνοθεσίας με τη Γεωργία Μαυραγάνη, την Αγλαϊα Παππά και τον Ανέστη Αζά. Κάπως έτσι προέκυψε και η παράσταση, με τη συμμετοχή μου στο διαγωνιστικό νέων σκηνοθετών της Μικρής Ακαδημίας όπου παρουσιάσαμε ένα πρώτο 20λεπτο από Τα Καλά Παιδιά. Αν με ρωτάς, δεν είχα σκοπό να κάνω τόσο νωρίς παράσταση απλά κέρδισε το διαγωνιστικό και έτσι κάπως ήρθε μόνο του. Ήταν σίγουρα πολύ τιμητικό και ανέλπιστο και ένα μάθημα ταχείας εκπαίδευσης.

 

Στο δελτίο τύπου της παράστασης αναφέρεται πως το βασικό εργαλείο της είναι η σωματικότητα. Τι να περιμένουμε να δούμε;

Πράγματι ,η παράσταση έχει ελάχιστο και αποσπασματικό λόγο, και κυρίαρχη θέση κατέχει η σωματική δράση. Αυτό το στοιχείο πέρα από από μια καλλιτεχνική επιλογή που εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη αισθητική έχει να κάνει και με δύο άλλους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ήθελα να ακολουθήσω, όσον αφορά το λόγο, τη δομή και την αίσθηση που προκαλούν τα Αλφαβητάρια και εν γένει όλα αυτά τα σχολικά βιβλία που με πολύ απλοικά κείμενα συνοδευμένα από εικόνες προσπαθούσαν να μεταλαμπαδεύσουν μεγάλες ιδέες στους μαθητές. Επιχείρησα δηλαδή όλη η παράσταση να είναι σαν αυτά τα βιβλία και να αποτελείται από εικόνες, που λειτουργούν και αυτόνομα, αλλά όταν ιδωθούν συνολικά να αφηγούνται μια ιστορία. Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με την ίδια τη δραματουργία της παράστασης, την ιστορία αν θέλετε. Θεώρησα ότι σε αυτό το φανταστικό καθεστώς στο οποίο συναντάμε τους μαθητές, οι επικοινωνιακές τους δεξιότητες και η ικανότητα τους να εκφραστούν και να αρθρώσουν λόγο είναι τρομερά περιορισμένες, ώστε να τίθενται εύκολα υπό έλεγχο, γι’ αυτό και οι λέξεις, οι φράσεις που ανταλλάσσουν μεταξύ τους είναι λιγοστές και παρμένες από τα σχολικά τους βιβλία. Γι’ αυτό και το σώμα θέλαμε να εκφράζει όσα δεν μπορεί το στόμα. Ήθελα το σώμα αυτών των μαθητών να γίνεται πεδίο πολιτικής δράσης , όπως και είναι τα ίδια τα σώματα μας, κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Η ύπαρξη μας είναι πολιτική και δε στηρίζεται μόνο σε άυλες ιδέες αλλά και στο απτό σώμα μας. Το αν έχουμε ψωμί να θρέψουμε αυτό το σώμα είναι επίσης βαθιά πολιτικό.

 

Φωτογραφία Δημήτρης Μπόθος

 

Η απουσία του δασκάλου από την τάξη ποια νοηματοδότηση έχει για το έργο;

Πράγματι, είναι ένα σημαντικό στοιχείο του έργου αυτή η απουσία και μάλιστα κατά τη διάρκεια προετοιμασίας πέρασα από διάφορα στάδια σχετικά με το αν θα υπάρξει αυτός ο δάσκαλος σε αυτή την τάξη και πώς. Η τελική μου απόφαση , ήταν να μην υπάρχει ο δάσκαλος σαν φυσική παρουσία. Τη θέση του δασκάλου σε αυτή την τάξη την παίρνει το κοινό. Οι μαθητές απευθύνουν το μάθημα τους προς αυτό, κάτι που βοηθά και το κινηματογραφικό στήσιμο που θέλαμε να φτιάξουμε. Δε σημαίνει όμως ότι δίνουμε τα σκήπτρα της εξουσίας στο κοινό. Το κοινό μπορεί να λειτουργεί και σαν καθρέφτης και “ο δάσκαλος” τελικά να μην υπάρχει καν. Κατ΄ αναλογία τα θύματα και οι θύτες μέσα στη σχολική τάξη εναλλάσσονται. Η απουσία του δασκάλου ενισχύει ερωτήματα σχετικά με τη φύση της εξουσίας, σχετικά με το αν αυτή -μπορεί να- είναι προσωποπαγής, ή αν είναι ένα ολόκληρο σύστημα που εξουσιάζει και παράλληλα σε σχέση με την υπακοή σε αυτό, σε τι υπακούμε τελικά, μήπως υπακούμε σε κάτι κούφιο τελικά; Σε ένα δημιούργημα κενό, χωρίς ουσιαστική υπόσταση και ιδεολογία, που στόχο έχει μόνο τον έλεγχο και τη χειραγώγηση;

 

Σε τρομάζει η άνοδος της ακροδεξιάς στον κόσμο; Θεωρείς πως πρόκειται για μια έκφανση της θεσμικής βίας; Ποιες είναι οι σκέψεις σου;

Φυσικά και με τρομάζει η άνοδος της ακροδεξιάς, όχι μόνο αυτή που μεταφράζεται και σε ποσοστά, αλλά και αυτή που την κάνει ορατή έξω, στο δρόμο, στην πραγματική ζωή. Ναι, ακροδεξιά κόμματα έχουν μπει στη Βουλή , όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού, στην Ιταλία μάλιστα κυβερνάει μια απροκάλυπτη νεοφασίστρια, αλλά πρέπει και να μας ενδιαφέρει πως αυτό μεταφράζεται έξω, και πως περνάει στην κοινωνία και σε τι πραγματικά αντιστοιχεί. Εννοείται σε στιγμές κρίσης, η ακροδεξιά φαίνεται να βγαίνει από τις τρύπες της και να εκμεταλλεύεται τη μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια και χρησιμοποιώντας το λαίκισμό να κερδίζει έδαφος. Δε πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι η ακροδεξιά αποτελεί δεκανίκι της κεντρικής εξουσίας, η οποία ξέρει να την χρησιμοποιεί αναλόγως προς το συμφέρον της και έτσι να παρουσιάζεται και η ίδια ως η καλύτερη λύση, αφού αν δεν επιλέξουμε εκείνη μας περιμένει κάτι χειρότερο. Όταν όμως οι πολίτες μιας χώρας αναγκάζονται να επιλέξουν κάποιον γιατί είναι “λιγότερο κακός”, τότε έχουμε άσχημα νέα για την ίδια τη δημοκρατία. Τώρα το γιατί, η ακροδεξιά είναι κακή για τον ίδιο τον άνθρωπο και τη ζωή του, δε νομίζω ότι χρειάζεται να αναλύσουμε. Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε ενδεχομένως, είναι ότι πρέπει η κοινωνία μας να εφοδιαστεί κατάλληλα ώστε να μην υποκύπτει στις λαικιστικές εκρήξεις της ακροδεξιάς, και να αντιλαμβάνεται το κίνδυνο, να μην τσιμπάει τα τυράκια του λαϊκισμού και να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή. Η ακροδεξιά έρχεται για να πάρει την ίδια μας τη ζωή , όσο κι αν ευαγγελίζεται το αντίθετο. Πρέπει να είμαστε διαρκώς σε επιφυλακή.

 

Φωτογραφία Δημήτρης Μπόθος

 

Θεωρείς πως το σχολείο αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας και της κοινωνικής τάξης που το ελέγχει; Κι αν ναι, πρέπει να μας ξαφνιάζει η τόση βία;

Φυσικά και το θεωρώ , γι αυτό άλλωστε έβαλα αυτή την παράσταση σε ένα σχολείο. Στην πραγματικότητα δε βλέπουμε μαθητές αλλά τους ενήλικες μέσα από αυτά, και δε βλέπουμε μόνο ένα σχολείο, βλέπουμε ολόκληρη την κοινωνία, αυτή ήταν η πρόθεση μου. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, ενεργός πολίτης με ευαίσθητες κεραίες γι΄ αυτά που γίνονται γύρω του δε νομίζω ότι ξαφνιάζεται με τη βία. Η μεθοδευμένη φτωχοποίηση του λαού, η διαφθορά, η συγκέντρωση του πλούτου σε λίγους, η απαξίωση και η έλλειψη επένδυσης στην Παιδεία, στον Πολιτισμό και στην Κοινωνική Πρόνοια δημιουργούν ένα καζάνι που βράζει, ασκεί πολιτική βία στο κόσμο και αυτή η βία μεταφέρεται στο δρόμο, στην πραγματική ζωή, γίνεται βία απτή και σωματική. Αυτό φυσικά είναι κάτι που συμφέρει την κεντρική εξουσία γιατί αποπροσανατολίζει το λαό από το να δει τον πραγματικό εχθρό του και να διεκδικήσει. Και αυτή την κατάσταση εντείνει και η ανεξέλεγκτη χρήση του κινητού και των μέσων δικτύωσης, είναι τρομερό να βλέπεις τόσο κόσμο υπνωτισμένο πάνω από αυτά.

 

Μια κοινωνία της επιτήρησης και της πειθάρχησης βγαλμένη από το Πανοπτικό του Φουκώ, μπορεί να επιβιώσει χωρίς βία;

Όχι, όπως είπα και παραπάνω η βία είναι ένα όπλο που το χρησιμοποιεί η εξουσία για να αποπροσανατολίζει. Η εξουσία ξέρει πολύ καλά να στήνει τείχη γύρω από τον άνθρωπο που θα τον καταστήσουν μη διαυγή , ώστε να γίνει βίαιος στον πρώτο που θα του φανεί ότι μπορεί “να φταίει”. Στην παράσταση η βία είναι ο απόλυτος κανόνας. Αν δεν είσαι βίαιος, θα χρειαστεί να αποβληθείς από αυτή την κοινωνία. Ας σκεφτούμε πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι πρέπει να είμαστε σκληροί, να έχουμε γερό στομάχι γιατί έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι η δουλειά κ.ο.κ.. Βία είναι και αυτό, να είσαι ευαίσθητος, μαλακός και να πρέπει να γίνεις πέτρα, να συμμορφωθείς αλλιώς θα σε αποβάλλει το σύστημα. Τι είναι αυτό το σύστημα, ποιος το έχει φτιάξει, ποιος το κινεί; Κάποια αόρατη δύναμη; Δε νομίζω. Γι αυτό και η απουσία του δασκάλου όπως είπαμε παραπάνω. Είναι καθαρά υπαινικτική.

 

Φωτογραφία Δημήτρης Μπόθος

 

Τελικά υπάρχουν σκληρά έργα ή σκληρές κοινωνίες;

Κανένα έργο δε θα υπήρχε χωρίς την ίδια τη ζωή και την κοινωνία. Η τέχνη πάντα αντλεί από την ίδια τη ζωή και προσπαθεί επίσης πάντα να την μεταγράψει και να τη φωτίσει με τρόπο διαφορετικό. Όσον αφορά τα σκληρά έργα, νομίζω ότι αυτά είναι πάντα καταδικασμένα να είναι “λίγα”. Η πραγματική ζωή, η σκληρότητα της κοινωνίας πάντα θα υπερβαίνει την τέχνη, πάντα θα την κερδίζει σε όλα. Και μιας που μιλάμε για σκληρότητα έργου και κοινωνίας κάτι άλλο που αντιλαμβάνομαι και κατανοώ είναι το λόγο που γίνεται, αλλά δε συμφωνώ απόλυτα, η προειδοποίηση περιεχομένου (το trigger warning) στα έργα. Νομίζω ότι ίσως πρέπει να αφήνουμε την τέχνη να μας πηγαίνει και σε μέρη σκοτεινά. Ενδεχομένως, μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο λυτρωτικό ή έστω αποσυμπιεστικό. Αν πάλι κάτι μας είναι δυσβάσταχτα αφόρητο , υπάρχει πάντα η ελευθερία να
φύγουμε από την αίθουσα.

 

Στο Παλκοσένικο είμαστε συλλέκτες θεατρικών στιγμών. Υπάρχει κάποια θεατρική στιγμή είτε παρακολουθώντας είτε δημιουργώντας κάποιο έργο ή και μετά από παράσταση που να τη θυμάσαι ακόμα και να θέλεις να τη μοιραστείς μαζί μας;

Όταν ήμουν 16, είχα έρθει για λίγες μέρες στην Αθήνα και κάπως τυχαία, χωρίς να ξέρω και πολλά, βρέθηκα στην παράσταση του Νίκου Καραθάνου, το Δεκαήμερο, που ανέβαζε τότε στο Εθνικό θέατρο, αμέσως μετά τη Γκόλφω. Φυσικά δεν ήξερα ούτε το Νίκο Καραθάνο, ούτε είχα δει τη Γκόλφω, είχα ακούσει όμως. Θυμάμαι ήταν στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος , γεμάτη η παράσταση και είχαν βάλει κάποιες έξτρα καρέκλες πάνω στη σκηνή. Εγώ έτυχε -και ήταν τύχη- να είμαι τόσο κοντά, να κάτσω σε μια από αυτές. Και είχα ξαναδεί θέατρο, όμως αυτό που είδα εκείνο το βράδυ δεν το είχα ξαναδεί. Σαν να μου είχε αποκαλυφθεί η ίδια η ζωή, όχι μόνο το θέατρο. Ένιωθα ότι είχε δημιουργηθεί ένα καινούριος νευρώνας στον εγκέφαλο μου. Είδα ηθοποιούς, να παίζουν όπως δεν είχα ξαναδεί, ένιωσα ανάσες και ιστορίες μακρινές και τόσο κοντινές , είδα υλικά απλά να φτιάχνουν εικόνες μαγικές. Ήταν ένας κόσμος που δεν είχα ξαναδεί. Θα ήθελα πολύ να το ξαναζήσω αυτό, τη μαγεία του να ανακαλύπτεις κάτι για πρώτη φορά που είναι σαν να σε αδειάζει τελείως και να σε γεμίζει με κάτι άλλο. Η παράσταση στάθηκε αφορμή για να ανακαλύψω και τον Παζολίνι. Βγήκα κερδισμένος από όποια μεριά κι αν το δεις.

 

Φωτογραφία Δημήτρης Μπόθος

 

Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον και τι σχεδιάζεις;

Για το μέλλον ονειρεύομαι πάντα ένα καλύτερο, ενεργοποιημένο, ευαίσθητο και με ενσυναίσθηση κόσμο, ας ονειρευόμαστε δεν πειράζει. Στα πιο ειδικά θα ήθελα για το θέατρο να δοθεί χώρος και να γίνει επένδυση σε αυτό σε νέους καλλιτέχνες, να υπάρξουν οι συνθήκες για δοκιμές για πειραματισμό και θα ήθελα το θέατρο να πάρει πάλι τη μορφή καταφυγίου για το κοινό, παρά ένα μέρος όπου υπάρχει hype λόγω των sold out. Οι συνθήκες δεν επιτρέπουν πολλά σχέδια, αναζητώ κάτι που θα μπορούσα να φτιάξω, να με αφορά και να μπορεί να γίνει με τις παρούσες συνθήκες. Παράλληλα, θέλω να αφιερώσω χρόνο στην προσωπική μου εκπαίδευση πάνω στο θέατρο.

 

Αντώνη σ’ ευχαριστώ πολύ για την όμορφη κουβέντα μας! Ήταν μεγάλη χαρά για εμάς να σε φιλοξενήσουμε σήμερα στο Παλκοσένικο. Σου εύχομαι ολόψυχα υγεία, ευτυχία και δημιουργικότητα.

Εγώ ευχαριστώ για το βήμα. Ανταποδίδω τις ευχές.

 

Φωτογραφία εξωφύλλου:  Άννα Παπαδοπούλου

περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/ta-kala-paidia-se-skhnothesia-toy-antwnh-nasioy-sto-rektifie/