Επιμέλεια συνέντευξης: Διονύσης Μαλαπέτσας
Σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε στο Παλκοσένικο τoν αγαπημένο ηθοποιό και υπέροχο άνθρωπο, Περικλή Λιανό, με αφορμή την παράσταση «The Acid Test» στην οποία πρωταγωνιστεί και που ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Θέατρο Εν Αθήναις.
Περικλή σε καλωσορίζω στο Παλκοσένικο και ξεκινώντας με ένα απ’ τα ερωτήματα που καταπιάνεται το έργο, θέλω να σε ρωτήσω αν και πότε τελικά ενηλικιώνεται κανείς στ’ αλήθεια;
“για μένα, ενήλικας είναι ο άνθρωπος που μπορεί πια να κάνει σωστή διάγνωση της πραγματικότητας”
Θα απαντήσω αρχικά με μια φράση του ήρωα που υποδύομαι, του Jim Bank, που λέει ότι η ενηλικίωση, η στιγμή που θα γίνεις ένας ολοκληρωμένος και υπεύθυνος άνθρωπος, αυτή η στιγμή που όλοι την περιμένουμε, νομίζουμε πως έχει έρθει αλλά τελικά δεν έρχεται ποτέ. Πιστεύουμε πως ίσως έρθει όταν πάμε να ζήσουμε μόνοι, όταν παντρευτούμε και αποκτήσουμε παιδιά, όταν πιάσουμε την πρώτη μας δουλειά κλπ, ωστόσο δεν έρχεται ποτέ. Και να συμπληρώσω εγώ τη δική μου γνώμη, όπου για μένα ενήλικας είναι ο άνθρωπος που μπορεί πια να κάνει σωστή διάγνωση της πραγματικότητας και αναλαμβάνει την ευθύνη που του αναλογεί, νιώθει δηλαδή υπεύθυνος, αλλά όχι από αγγαρεία, κάνει το καθήκον του, γιατί έτσι μπορεί να λειτουργήσει η κοινωνία, για μένα αυτή είναι η στιγμή που ένας άνθρωπος γίνεται πραγματικά ενήλικος. Δε θεωρώ πως είναι κάτι δύσκολο. Απ’ τα πιο απλά πράγματα, το να παρκάρεις σωστά, έστω και αν φας ένα τέταρτο ακόμα ψάχνοντας, αλλά να μην εμποδίζεις τον άλλον ή να μην είσαι πάνω στα περάσματα ΑΜΕΑ. Τέτοια απλά πράγματα που δυστυχώς, έτσι όπως γίνεται στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα, ταλαιπωρούν την καθημερινότητά μας. Δε μιλάω καν για πολέμους, για πυρηνικά, για φυσικές καταστροφές που έτσι κι αλλιώς δε μπορεί να τις ελέγξει κανείς. Δεν είπα να λύσουμε εμείς το ουκρανικό ή το παλαιστινιακό, δε το μπορούμε ούτε εγώ, ούτε εσύ, ξεφεύγει απ’ το βεληνεκές μας. Αλλά, το να σεβαστούμε το χώρο και το χρόνο του άλλου, αυτό μπορούμε να το κάνουμε.
Το μοντέλο της ελληνικής οικογένειας είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, που αποτελεί μάλιστα ένα παγκόσμιο φαινόμενο, πόσο απέχει όμως από εκείνο της αγγλικής πάνω στην οποία βασίστηκε το έργο της Ράις;
Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσω ότι είναι ένα μοναδικό φαινόμενο το ελληνικό, νομίζω και η ιταλική και η ισπανική οικογένεια κάπως μοιάζουν. Είναι πιο πολύ μεσογειακό, γιατί και η τούρκικη οικογένεια μοιάζει με τη δική μας. Έχω πάει αρκετές φορές, έχω κάνει μάλιστα και μια ταινία εκεί και οι Τούρκοι των παραλίων μου θύμισαν καθαρά τους Έλληνες, έχουν εντελώς ελληνική συμπεριφορά. Σίγουρα βέβαια, μια ελληνική οικογένεια δεν αντιμετωπίζει τα προβλήματα μιας αφγανικής οικογένειας ή μιας στο Ιράν. Αλλά εγώ πιστεύω πως στον πυρήνα η οικογένεια είναι ίδια, είναι άνθρωποι που είναι μαζί, έχουν την ανάγκη ο ένας του άλλου, αλλά ταυτόχρονα δυστροπούν που υπάρχει ο άλλος, είναι μια ωραία ανάγκη, αλλά είναι και μια πίεση. Δεν ξέρω τελικά πόσο ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση. Όσον αφορά την αγγλική οικογένεια, αυτή ξεχωρίζει και διαφέρει απ’ την ελληνική σε εκφράσεις μόνο, αλλά όχι στην ουσία. Δηλαδή υπάρχει μια μάνα και ένας πατέρας που φροντίζουν και αγαπούν τα παιδιά τους. Στον τρόπο ίσως λίγο διαφέρουν, στη δική μας υπερβολή ή στις εκφράσεις τους. Αυτό το πιστεύω, διότι κάποτε διάβαζα μανιωδώς σύγχρονη λογοτεχνία των μεσογειακών και των αραβικών χωρών, οποιασδήποτε χώρας που βρέχεται απ’ τη Μεσόγειο. Και ήταν όλοι ίδιοι. Η μάνα που περιμένει έξω απ’ το σχολείο να δει αν πήρε καλό βαθμό το παιδί της στο Κοράνι, δε διαφέρει απ’ την Ελληνίδα μάνα που περιμένει να δει αν πήρε καλό βαθμό το παιδί της στα μαθηματικά. Η αγωνία είναι ίδια. Ακόμα και οι Σουηδοί την ίδια αγωνία έχουν για τα παιδιά τους, αν θα προκόψουν. Μόνο το εκφράζουν διαφορετικά. Δεν είμαι βέβαιος, ούτε διεκδικώ την απολυτότητα αυτών που λέω, σκέψεις κάνω. Δε σημαίνει ότι κάποιος που κλαίει πολύ για έναν χαμό ότι πονάει περισσότερο από κάποιον που δε θα κλάψει καθόλου. Απλώς εκτονώνεται περισσότερο.
Εσύ παίζεις τον πατέρα ενός εκ των τριών νεαρών κοριτσιών, ο οποίος ναι μεν εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη γενιά, ωστόσο δεν είναι ο συνήθης εκπρόσωπος της πατρικής φιγούρας, όπως τουλάχιστον την έχουμε στο μυαλό μας. Μίλησε μας για το ρόλο σου στην παράσταση.
Ο ήρωας που ερμηνεύω, που έχει απίστευτο ενδιαφέρον και τον έχω αγαπήσει πολύ δεν είναι ένας εύκολος άνθρωπος, ούτε ένας εύκολος πατέρας. Δεν ξέρω αν θα ήθελε κάποιος να τον έχει πατέρα. Είναι αντιφατικός, είναι κυκλοθυμικός, είναι παρτάκιας, είναι βολεψάκιας. Ο άτιμος όμως λέει τόσο ωραία πράγματα, μέσα στο μεθύσι του, μέσα στη ζάλη του. Εγώ συμφωνώ απόλυτα με αυτά που λέει, με μία μόνο διαφορά, ότι αυτός δεν τα εφαρμόζει όσα λέει. Τα λέει, τελειώνει το έργο και δεν έχει κάνει τίποτα από αυτά. Αλλά. Αν τα απομονώσεις, αυτά που λέει είναι πάρα πολύ σημαντικά. Εγώ το έργω το αγάπησα πολύ για πολλούς λόγους. Θεωρώ πως είναι και ένα σχόλιο για τις ανθρώπινες σχέσεις στη δύση, στο δυτικό πολιτισμό, όπου εκεί διαφέρουν από τις σχέσεις σε άλλους πολιτισμούς και άλλες κουλτούρες.
“Είναι πολύ εύκολο το να διαμαρτύρεσαι απ’ την άνεση σου…”
Ο Jim Bank λοιπόν λέει πολύ ωραία πράγματα, αλλά δεν τα εφαρμόζει, όπως κάνουμε και εμείς στη δύση. Διαδηλώνουμε πχ για διάφορους λόγους, αλλά δε θέλουμε να στερηθούμε ούτε ένα ποπ-κορν για καλυτερέψει η ζωή ενός Αφγανού, ενώ θα βγούμε να διαδηλώσουμε. Αλλά στην πράξη δεν τα εννοούμε. Είναι πολύ εύκολο το να διαμαρτύρεσαι απ’ την άνεση σου, όπως είναι εύκολο και στο πληκτρολόγιο να βρίσεις ή να ερωτευτείς ή να κάνεις οτιδήποτε με όλη αυτή την υπερβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και απ’ την άνεσή σου. Αυτός είναι ο ρόλος, είναι αντιφατικός και πολλές φορές πολύ αντιπαθητικός, εγώ όμως τον αγάπησα, γιατί έχει απίστευτο υποκριτικό ενδιαφέρον και πολύ χιούμορ. Είναι απ΄ τους ωραιότερους ρόλους που έχω παίξει.
Το έργο καταπιάνεται με τους προβληματισμούς των νέων ανθρώπων σε μια εποχή που τα πάντα μοιάζουν απρόβλεπτα και ρευστά. Εσύ πως βλέπεις τη σημερινή κοινωνία και τις προοπτικές της για το αύριο;
“…έζησα σε εποχές που δεν ήταν καλύτερες, αλλά υπήρχε μια αισιοδοξία, πιστεύαμε πως η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη και όντως ήταν καλύτερη…”
Λόγω ηλικίας, έχω ζήσει σε εποχές που δεν ήταν αναγκαστικά καλύτερες, δηλαδή από άποψη υλικών μέσων ήμασταν πολύ πίσω. Ποια ήταν η διαφορά όμως; Γιατί δε μου αρέσει να λέω ‘τα παλιά ωραία χρόνια και εμείς τι ωραία που περνούσαμε κλπ.’ Η διαφορά είναι πως υπήρχε μια αισιοδοξία, πιστεύαμε ότι η επόμενη μέρα σίγουρα θα είναι καλύτερη και όντως ήταν καλύτερη. Το παιδί που διάβαζε ήξερε ότι θα μπει στο πανεπιστήμιο και μετά θα είχε εξασφαλίσει το μέλλον του. Τώρα δεν ισχύει αυτό. Σήμερα, ό,τι και να έχεις, τρία πτυχία, πέντε ξένες γλώσσες, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Εγώ τελείωσα το λύκειο το ’81 στο Θέρμο, μια κωμόπολη που είχε υπηρεσίες, σχολείο κλπ. Υπήρχαν φτωχά παιδιά από κοντινά χωριά, που ήταν πάμφτωχα, ερχόντουσαν με τα πόδια στο σχολείο, πολλές φορές δεν είχαν καν παπούτσια. Κι όμως μελετούσαν σκληρά και περνούσαν στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα δούλευαν για να τελειώσουν το πανεπιστήμιο και μετά διορίζονταν και στο τέλος πετύχαιναν. Για παράδειγμα ποιοι γέμισαν τα δικαστήρια; Ποιοι έγιναν δικαστές; Αυτά τα παιδιά. Δε θα πήγαιναν τα παιδιά του Ωνάση να γίνουν δικαστές, ούτε τα παιδιά των Βαρδινογιάννηδων. Σκασίλα τους. Αυτό όμως δεν ισχύει τώρα πια. Εγώ ήμουν ένα παιδί που ήρθε από μια κωμόπολη χωρίς να γνωρίζει κανέναν και αναρωτιέμαι πάρα πολλές φορές, αν έβγαινα τώρα στο θέατρο, θα κατάφερνα τίποτα ή θα το έβαζα στα πόδια; Τότε μας ανοίγονταν οι δρόμοι, υπήρχαν κάποιες σταθερές, κάποιες βάσεις. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και κυρίως στις χώρες της δύσης. Τώρα όλη η κοινωνία πέφτει σε τοίχο, πόσο μάλλον οι νέοι.
Αυτός είναι και ένας προβληματισμός, όταν μιλάω με νεαρούς ηθοποιούς που ξεκινούν τώρα και τους ρωτάω πολλές φορές αν είναι εύκολο και αν μπορεί να βιοποριστεί κανείς μόνο απ’ το θέατρο. Πολλοί κάνουν μια και δυο δουλειές, άλλοι εργάζονται στην εστίαση, άλλοι σε παίζουν σε πολλές παραστάσεις ταυτόχρονα, κάνουν σειρές στην τηλεόραση και διαφημίσεις. Και είναι όλοι τους κάπως σαστισμένοι, προβληματισμένοι, αλλά όχι απογοητευμένοι.
Η διαφορά είναι πως τα νέα παιδιά δε γνωρίζουν πως ήταν τα πράγματα. Εγώ μπορώ να συγκρίνω. Όταν έπαιρνες πχ δύο χιλιάδες το μήνα, το κατοστάρικο που μπορεί να πάρεις τώρα σου φαίνεται καταστροφή. Αν δεν ξέρεις, το διχίλιαρο και ξέρεις μόνο το κατοστάρικο, τότε λες αυτό είναι. Εγώ, θυμάμαι όταν βγήκα στο θέατρο, είχαμε τα καμαρίνια μας, κάναμε 8-9 παραστάσεις την εβδομάδα και ξέραμε πως αυτός είναι ο χώρος μας και η ‘οικογένειά’ μας για πέντε μήνες, γιατί έτσι ήμασταν τότε. Τώρα δυσκολεύομαι πάρα πολύ με το ότι θα πάω στο θέατρο, που προηγείται άλλη παράσταση και στην καρέκλα μου κάθεται άλλος συνάδελφος, ο οποίος πρέπει να φύγει γρήγορα για άλλη παράσταση και έτσι πρέπει και εγώ να πάω να ντυθώ γρήγορα και να φύγω γρήγορα, γιατί μετά θα ακολουθήσει άλλη παράσταση κλπ. Εγώ δεν το έχω αποδεχτεί ακόμα αυτό, δυσκολεύομαι πραγματικά και οι νέοι ηθοποιοί απορούν μερικές φορές που γκρινιάζω, γιατί αυτό ξέρουν, έτσι έμαθαν. Άσε που τώρα υπάρχουν τόσες δραματικές σχολές, όταν ήμουν εγώ ήταν έξι. Και η κοινωνία δεν έχει ανάγκη δέκα χιλιάδων ηθοποιών. Άρα σε λίγο θα βιοπορίζονται από αυτό ελάχιστοι. Και αυτό είναι κακό για το θέατρο, γιατί πάμε πια σε εποχές που δε θα είναι επαγγελματικό το θέατρο.
Προχθές τηλεφώνησα σε έναν νέο εξαιρετικό συνάδελφο, γιατί τον είδα σε μια ταινία στην τηλεόραση και πραγματικά ‘έσκιζε’. Τον πήρα λοιπόν την άλλη μέρα τηλέφωνο να τον συγχαρώ και του λέω ελπίζω να μη σε ξύπνησα και μου απαντάει, όχι δουλεύω, είμαι σερβιτόρος. Δε θα το φανταζόταν κάποιος ένας ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε μια μεγάλη ταινία και σε θέατρα να δουλεύει σέρβις. Αυτό όμως είναι μια νέα πραγματικότητα στην οποία πρέπει καλώς ή κακώς να προσαρμοστούμε. Αυτή είναι η πραγματικότητα και όποιος προσαρμοστεί θα επιβιώσει σε αυτή. Τελικά η προσαρμογή είναι το σημαντικότερο στην εξέλιξη της ζωής, ούτε το δυνατότερο, ούτε το εξυπνότερο ον επιβίωσε και κυριάρχησε, αλλά εκείνο που προσαρμόστηκε πιο πολύ και πιο γρήγορα, που ήταν ο Homo Sapiens.
Όμως όλο αυτό έχει και κάτι πολύ ωραίο, που δεν υπήρχε παλιά. Εμείς τότε σε μια σεζόν παίζαμε έναν ρόλο. Εγώ στη φετινή σεζόν έχω παίξει τέσσερις ρόλους. Αυτό είναι ωραίο. Εγώ μέσα στα δέκα τελευταία χρόνια έχω παίξει τριάντα ρόλους. Είναι κάτι απαιτητικό και δύσκολο, θέλει χρόνο, θέλει συγκέντρωση, αλλά είναι και πολύ γοητευτικό. Τώρα παίζω τώρα τον πατέρα στο Acid Test και σε λίγες μέρες θα ξεκινήσω πρόβες για μια άλλη παράσταση για το καλοκαίρι. Μου αρέσει όλο αυτό πολύ, ενώ παλιά αρχίζαμε τον Αύγουστο πρόβες, ξεκινούσαν τον Οκτώβρη οι παραστάσεις και έπαιζες έναν ρόλο μέχρι το Μάιο. Και κάποια στιγμή πνιγόσουν πραγματικά, με 8-9 παραστάσεις την εβδομάδα.
Είπες πριν πως παλιότερα ξέρατε πως η επόμενη μέρα θα ήταν καλύτερη και όντως ήταν καλύτερη. Που θα τοποθετούσες το σημείο καμπής, πότε θυμάσαι να έγινε το κλικ και να άλλαξε αυτό, έτσι ώστε πια οι επόμενες μέρες να είναι ίσως χειρότερες από τις προηγούμενες ή αν μη τι άλλο στάσιμες;
Αυτό δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα, είναι κάτι παγκόσμιο, μπορεί βέβαια σε κάθε χώρα να καθυστέρησε ένα-δυο χρόνια, αλλά για το δυτικό πολιτισμό νομίζω πως ξεκίνησε απ’ το 2000 και μετά. Κάποιοι το τοποθετούν απ’ την κρίση του 2008-2010, εγώ δεν το βάζω έτσι, νομίζω στις αρχές του 2000 ξεκίνησε. Και νομίζω πως αυτό το ‘άνοιγμα’ σε όλα τα επαγγέλματα, όπου ο καθένας μπορεί πια να κάνει ό,τι θέλει, ειδικά στον καλλιτεχνικό χώρο, αυτό ναι μεν σου δίνει δυνατότητες και ελευθερία έκφρασης και ευκαιρία να υλοποιήσεις κατά κάποιον τρόπο τα όνειρά σου, αλλά γυρνάει και μπούμερανγκ, διαλύει τον επαγγελματισμό του χώρου.
Θεωρείς πως δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή του έργου, οι συνθήκες στον πλανήτη έχουν αλλάξει, άρα κατ΄ επέκταση και οι προβληματισμοί των ανθρώπων;
Εγώ θεωρώ ότι οι προβληματισμοί προέρχονται απ’ το ήθος και απ’ τη σκέψη. Νομίζω πως το ανθρώπινο ήθος εδώ και χιλιάδες χρόνια, απ’ την εποχή του Περικλή ακόμα και πιο πριν, δεν έχει αλλάξει ή έχει αλλάξει ελάχιστα. Έχει εξελιχθεί η τεχνολογία, έχει αλλάξει ο τρόπος που επικοινωνούμε, που μετακινούμαστε, που τρώμε, που ντυνόμαστε, αλλά το ήθος μας έχει αλλάξει ελάχιστα. Είτε διαβάσεις απ’ το Θουκυδίδη τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, είτε απ’ τον Αλέξιο Κομνηνό για τις διαμάχες των Κομνηνών για να πάρουν την αυτοκρατορία, θα δεις ότι δε διαφέρουν από αυτά που κάνουμε εμείς, τα κόμματα και οι αρχηγοί τους σήμερα. Οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο ανταγωνιστές, είμαστε ακριβώς ίδιοι. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στον τρόπο που ερωτεύονται.. Απλώς μερικά ‘μη’ και μερικά ΄πρέπει΄. Οι προβληματισμοί μας βέβαια αλλάζουν ανάλογα και με την εποχή. Τώρα για παράδειγμα οι προβληματισμοί μας έχουν μεγάλη σχέση με το κλίμα, όσο και αν δε θέλουμε να το λέμε, γιατί το πολύ κακό δε θέλουμε ποτέ να το σκεφτόμαστε. Αλλά μας προβληματίζει πολύ, το βλέπω και στ’ ανίψια μου και σε πολύ κόσμο. Το καλοκαίρι πια για παράδειγμα δεν έχει καμία σχέση με παλιότερα, έρχεται το καλοκαίρι και εγώ τρέμω, που εγώ το περίμενα πως και πως. Επίσης είμαστε σ’ έναν κόσμο αβεβαιότητας και αυτή τη στιγμή δεν έχουμε σταθερές. Αυτό μας κάνει να προβληματιζόμαστε και δεν το λέω απ’ τη συντηρητική πλευρά, του τύπου φταίνε οι πολλές ελευθερίες που δώσαμε, πολύ σωστά κάναμε και τις δώσαμε, πρέπει να δίνονται ελευθερίες. Αλλά πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν είμαστε μόνοι μας στον πλανήτη και στην κοινωνία. Δεν πρέπει να υπερισχύει το ‘θέλω’ μας εις βάρος του άλλου. Οπότε η διαφορά απ’ το 2011 ως το 2025 φαίνεται πολύ μικρή αλλά δεν είναι. Η Αγγλία του 2011 ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με αυτή του σήμερα. Δεν είχαν βγει από την ΕΕ, η οικονομία τους ήταν πολύ πιο ανθηρή, είχαν άλλες συνθήκες. Οι Άγγλοι σήμερα είναι πραγματικά σε μια πολύ αβέβαιη φάση πολιτικά και οικονομικά. Όπως δεν έχει καμία σχέση και η Αγγλία του 2025 ή του 2011 με την Αγγλία του 1980.
Πόσο εύκολο είναι να φτιάξει κανείς ένα έργο με το χάσμα των γενεών στο επίκεντρο, αποφεύγοντας τα στερεότυπα και τα κλισέ;
Εκεί είναι αυτό που λέμε ταλέντο, γιατί ξεχωρίζει ένας συγγραφέας και γιατί το έργο του θα μείνει ή θα παιχτεί και μπορεί να μην το ξαναδεί κανένας. Υπάρχουν κείμενα που έχω παίξει και κάποτε είπα αχ τι ωραίο κείμενο, τα είδα τώρα σε άλλες παραστάσεις ή τα ξαναδιάβασα για κάποιους λόγους και είπα καλά τι με εντυπωσίασε σε αυτό; Τι μου αρέσει όμως στο συγκεκριμένο κείμενο -και δεν το λέω στα πλαίσια της προώθησης της παράστασης- μου αρέσει το ότι λέει τόσα πολλά πράγματα χωρίς διδακτισμό, χωρίς καταγγελίες, μέσα από κουβέντες που μπορεί να θεωρηθούν και φλυαρίες. Γιατί και αυτά που λέω εγώ ως Jim Bank, εκτός από λίγα πράγματα που τους τα λέω ως ένα μαθηματάκι που καλώς γίνεται εκείνη τη στιγμή, όλα τα υπόλοιπα λέγονται πίνοντας, κουτσομπολεύοντας, χωρίς να είναι σε πρώτο επίπεδο. Αυτό μου αρέσει εμένα στο έργο. Εγώ δε θέλω ο συγγραφέας να μου κουνάει το δάχτυλο και να μου υπογραμμίζει το τι πρέπει να δω, τι να με συγκινήσει, τι να πάρω δουλειά για το σπίτι. Αυτό με ενοχλεί. Θέλω να παίζεται το έργο και εγώ θα πάρω ό,τι θέλω. Αυτό που λέω εγώ για παράδειγμα στο έργο, ότι “είμαστε εγκλωβισμένοι στα τεχνητά μας προβλήματα”, είναι μια φράση καθαρά του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος τελειώνει. Τα τεχνητά μας προβλήματα, αυτά που φτιάχνουμε μόνοι μας. Δεν είναι αυτά τα προβλήματα, δεν έχουμε τα ίδια προβλήματα με την Ουκρανία, τη Γάζα ή το Αφγανιστάν. Ούτε μια γυναίκα που υποφέρει στην Ελλάδα είναι το ίδιο με μια γυναίκα που υποφέρει εκεί. Σαφώς δεν είμαστε όλοι στην ίδια οικονομική κατάσταση, υπάρχουν άνθρωποι και εδώ που μπορεί να είναι άρρωστοι, να μην έχουν να φάνε και εκεί είναι άλλο το θέμα. Αλλά μιλάω, όπως και το έργο, για το μέσο άνθρωπο που έχει λύσει κατά κάποιο τρόπο τα βιοποριστικά του προβλήματα, τα άλλα είναι τεχνητά.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου μετά το Acid Test, ετοιμάζεις κάτι για το καλοκαίρι ή για τον επόμενο χειμώνα;
Για το καλοκαίρι είναι να κάνουμε ένα έργο που θα παίξει σ’ ένα φεστιβάλ, αλλά ακόμα δεν μπορούμε να ανακοινώσουμε τον τίτλο και του συντελεστές γιατί είναι υπό διαμόρφωση. Είναι όμως κάτι πολύ ωραίο και οι ως τώρα συνεργάτες αν δεν αλλάξει κάτι είναι πολύ καλοί. Ξεκινάω πρόβες σε λίγες μέρες και τότε θα ανακοινωθούν και περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό. Υπάρχουν και διάφορες συζητήσεις για το χειμώνα, χωρίς να έχει ακόμα οριστικοποιηθεί κάτι.
Στο Παλκοσένικο συλλέγουμε θεατρικές ιστορίες που έλαβαν χώρα είτε πάνω είτε πέριξ της σκηνής, θυμάσαι κάποια χαρακτηριστική στιγμή που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Δε θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που πέθανε η μάνα μου, με ειδοποιήσαν την ώρα που πάρκαρα έξω απ’ το θέατρο και έπρεπε να μπω να κάνω δύο παραστάσεις. Αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω με τίποτα. Δεν είχε πεθάνει ακόμα, αλλά μου είπαν ότι ήταν ζήτημα 3-4 ωρών, τρέξε να την προλάβεις ζωντανή. Εγώ, πάρκαρα και μπήκα να κάνω τις δύο παραστάσεις που έπρεπε να κάνω στο θέατρο, δεν μπορούσα τελευταία στιγμή να τις ακυρώσω. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό.
Μια άλλη στιγμή που δε θα ξεχάσω, είναι στο Θεσσαλικό Θέατρο το 1984, όταν παίζαμε το Γενικό Γραμματέα του Ηλία Καπετανάκη, με την Άννα Κοκκίνου, που έχει το Θέατρο Σφενδόνη. Τότε λοιπόν ή Άννα που είναι στο καμαρίνι και ντύνεται, βγάζει τα ρόλεϋ απ’ τα μαλλιά, τα τσιμπιδάκια της, διάφορα λουλουδικά κλπ. και τα βάζει πάνω σ’ ένα καπέλο που είχα αφήσει εγώ του ρόλου μου, δεν το είδε, ούτε εγώ το είδα, μέσα στα σκοτάδια για να ετοιμαστώ να βγω στη σκηνή. Παίρνω λοιπόν το καπέλο που είναι γεμάτο ρόλεϋ και λουλουδικό, το φοράω και βγαίνω να τραγουδήσω. Κάνω έτσι και τι να δω; Το βλέπει ο Τσιάνος και νομίζει ότι το έχω κάνει για πλάκα. Έρχεται στο διάλειμμα και μου λέει ‘είσαι πολύ νέος ηθοποιός για να κάνεις τέτοιες πλάκες και θα σου βάλω πρόστιμο…’. Εγώ του εξηγώ τι συνέβη και πως δεν το ήξερα και τα ‘χασα όταν ανέβηκα στη σκηνή. Του μίλησαν και οι άλλοι ηθοποιοί και του εξήγησαν πως ήταν λάθος και έτσι κάπως λύθηκε.
Και πάλι στην ίδια παράσταση, κάναμε περιοδεία και παίζαμε στο Λυκαβηττό, 16 Αυγούστου του 1984. Τότε έλεγαν ‘έρχεται το Θεσσαλικό’, προωθούνταν πολύ αυτές οι παραστάσεις, ήταν τότε τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ της Μελίνας που μόλις τα είχε φτιάξει και είναι εκεί όλο το ελληνικό θέατρο στις κερκίδες. Ξεκινάει λοιπόν η δεύτερη πράξη με εμένα και τον Μανώλη Πουλιάση, έναν συνάδελφο που δε ζει πια, γίνεται ένα χορευτικό και μετά εγώ έπρεπε να μιλήσω. Εγώ κοιτούσα που χειροκροτούσε ο κόσμος και σκεφτόμουν ότι με βλέπει η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη και όλοι οι υπόλοιποι και δε μιλούσα. Δεν πήγαινε παρακάτω το έργο. Ήμουν πάρα πολύ ευτυχισμένος που με βλέπουν… Και μου φώναζαν “μίλα, μίλα, μίλα!”, εγώ τίποτα, χάζευα και τα ‘χασα τα λόγια, δε μπορούσε να προχωρήσει το έργο. Το καλύψαμε τελικά με κάποιο τρόπο. Και πολλά, πολλά άλλα που δεν τα θυμάμαι αυτή τη στιγμή.
Μία ακόμα τέτοια στιγμή, θυμάμαι το 2014, πήγαμε περιοδεία με τους ‘Συμπέθερους απ’ τα Τίρανα’ και δίναμε δύο παραστάσεις κάθε μέρα, δεκατέσσερις παραστάσεις την εβδομάδα. Ήταν συνεχώς ταξίδι-παράσταση. Πηγαίναμε στο ξενοδοχείο, κάναμε ένα μπάνιο, ντυνόμασταν και πηγαίναμε στο θέατρο. Είμαστε λοιπόν στα Γρεβενά, τελειώνουμε την απογευματινή και μετά καπάκι είναι η βραδινή. Έτσι λοιπόν, είμαι στη σκηνή και εγώ νόμιζα πως είχα πει τα λόγια μου, αλλά τα είχα πει στην απογευματινή και έλεγα με τρόπο στον Παρτσαλάκη “μίλα, γιατί δε μιλάς;” και γυρίζει αυτός και μου λέει “πες τα παιδί μου να πάμε παρακάτω, εσύ μιλάς…” και τότε συνειδητοποίησα πως τα είχα πει στην απογευματινή, αλλά πρέπει να τα ξαναπώ και στη βραδινή για να γίνει παράσταση.
Και στους “12 Ενόρκους” είχαμε διάφορα ευτράπελα. Θυμάμαι ένα βράδυ ήταν άρρωστος ένας συνάδελφος, είχε διάρροια και δε μπορούσε ο άνθρωπος. Φτιάχναμε λοιπόν ένα τείχος να περάσει, γιατί δεν έπρεπε να τον δει το κοινό να φεύγει, αφού ήταν ένορκος και είναι κλειδωμένη η πόρτα των ενόρκων, πώς θα φύγει; Και ξαφνικά φτιάχναμε ένα τείχος, περνούσε πίσω, πήγαινε έκανε την ανάγκη του και επέστρεφε και το τείχος άνοιγε ξανά. Ποτέ δεν κατάλαβε κανένας θεατής το τι συνέβαινε, ούτε καν τα κορίτσια που έκαναν ταξιθεσία δεν αντιλήφθηκαν το τι γινόταν πάνω στη σκηνή.
Περικλή σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την όμορφη κουβέντα μας! Ήταν μεγάλη χαρά και τιμή για εμάς να σε φιλοξενήσουμε σήμερα στο Παλκοσένικο και θα χαρούμε πολύ να τα ξαναπούμε με αφορμή τις επόμενες δουλειές σου.
περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/the-acid-test-anya-reiss-theatro-en-athinais/
Ακούστε τη συνέντευξη και σε Podcast εδώ: