Κουβεντιάζοντας με τον Τάσο Σωτηράκη

Επιμέλεια συνέντευξης: Διονύσης Μαλαπέτσας

Σήμερα έχουμε τη μεγάλη χαρά και τιμή να φιλοξενούμε στο Παλκοσένικο, τον αγαπημένο ηθοποιό Τάσο Σωτηράκη, με αφορμή την παράσταση «Μην περάσεις το ποτάμι» της Βέρας Βασιλείου – Πέτσα, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαντέλη, στην οποία πρωταγωνιστεί και που ανεβαίνει στη σκηνή του Θέατρου Αλκμήνη, κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Τάσο σε καλωσορίζω στο Παλκοσένικο.

 

 

Ξεκινάς την καλλιτεχνική σου ζωή ως μουσικός. Πότε και πως κατάλαβες ότι θέλεις να γίνεις και ηθοποιός;

Σχετικά, νωρίς. Με το που τελείωσα το λύκειο, είχα τρέλα με τη σκηνή, μου άρεσε πάρα πολύ. Όχι, του μου είχα αφήσει κενά η μουσική, αλλά ψαχνόμουν, ήθελα να βρω και κάτι άλλο. Και έτσι πήγα σε μία ερασιτεχνική ομάδα στο Ρέντη, να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου. Ξεκίνησα λοιπόν εκεί, κάναμε κάποιες παραστάσεις, μου άρεσε, το γούσταρα πάρα πολύ και μετά έμαθα ότι ξεκινούσε μια σχολή υποκριτικής στην Αγία Βαρβάρα και βρήκα ευκαιρία, γιατί ήταν κοντά και τα ΤΕΙ Πειραιά, που σπούδαζα Βιομηχανική Πληροφορική και ήταν ένας ωραίος συνδυασμός. Πήγα και σε αυτό το εργαστήρι στην αρχή, αλλά μετά λέω πρέπει να το σπουδάσω αυτό γιατί μου αρέσει. Με ιντρίγκαρε το θέατρο πάρα πολύ! Και όπως σπούδασα τη μουσική, έπρεπε και αυτό, γιατί χωρίς τη θεωρητική κατάρτιση, χωρίς σπουδές, δουλειά δε γίνεται. Και έτσι πήγα στη δραματική σχολή.

 

 

Πόσο εύκολο είναι στις μέρες μας να βιοπορίζεται ένας ηθοποιός από την τέχνη του;

 Καθόλου! Με μια λέξη, καθόλου. Πρέπει να είσαι πολύ τυχερός και εγώ σε αυτό, δεν μπορώ να πω, ήμουν τυχερός. Κάνω αυτή τη δουλειά 22 χρόνια και το συνειδητοποίησα ακόμα περισσότερο προχθές που συμπλήρωνα το βιογραφικό μου για κάτι casting που ήθελα να το στείλω και τότε συνειδητοποίησα ότι αν εξαιρέσουμε την περίοδο που ήμουν φαντάρος και τον Covid, δουλεύω στο θέατρο κάθε χρόνο απ’ το 2002, χωρίς να έχω σταματήσει καθόλου. Οπότε εγώ ανήκω στους τυχερούς. Ασχολήθηκα λίγο με την εστίαση και με τη μουσική μου, οπότε πάλι ήμουν στο καλλιτεχνικό.

Δυστυχώς, είναι πάρα πολύ δύσκολο, ειδικά για έναν νέο άνθρωπο που μπαίνει στο χώρο, να βιοποριστεί απ’ την τέχνη του. Δυστυχώς δηλαδή, γιατί όλοι ρίχνουμε πάρα πολύ αγώνα μέσα απ΄ τις σπουδές μας, δεν είναι κάτι απλό. Όλοι νομίζουν ότι είναι χόμπι, αλλά δεν είναι καθόλου χόμπι. Είναι η δουλειά μας, ρίχνουμε πάρα πολλή μελέτη, ρίχνουμε πάρα πολλή σκληρή δουλειά για να ανέβει μια παράσταση, οι πρόβες δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και σαν επαγγελματίες θέλουμε και εμείς να αμειβόμαστε για τη δουλειά μας. Τα εργασιακά είναι παντού δύσκολα, ένας λόγος παραπάνω στην τέχνη.

 

 

Είναι πρόσφατη και η υπόθεση με το ΣΕΗ που διεκδικείτε τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που κάποιοι (σ.σ. εργοδότες) την υπέγραψαν και κάποιοι όχι και προέκυψε και το ζήτημα με το Εθνικό Θέατρο.

“η Συλλογική Σύμβαση είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό”

 Εύχομαι να την υπογράψουν κι άλλοι, γιατί η Συλλογική Σύμβαση είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί μας κατοχυρώνει και εμάς επαγγελματικά σ’ ένα πολύ σημαντικό βαθμό. Από εκεί και πέρα εντάξει, υπάρχουν πάντα και οι προσωπικές συμφωνίες, αλλά το να υπάρχει και ένας βασικός μισθός, στον οποίο να μπορεί να βασιστεί ένας ηθοποιός, ένας καλλιτέχνης, για να ζήσει, είναι πάρα πολύ σημαντικό, η ΣΣΕ είναι πάρα πολύ σημαντική.

 

 

Επιλέγεις να κάνεις θέατρο με έργα που πραγματεύονται κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Θα σε ενδιέφερε να ασχοληθείς με κάτι πιο λυρικό ή διαφορετικής θεματολογίας;

 Ναι, σίγουρα. Απλώς έχει τύχει τα τελευταία χρόνια να ασχολούμαι με το κοινωνικοπολιτικό θέατρο και μερικές φορές οφείλω να ομολογήσω ότι το επιλέγω κιόλας, γιατί μου αρέσει και ειδικά τα τελευταία χρόνια με τον “Άρη” και τώρα με το “Μην περάσεις το ποτάμι”, αλλά και ενδιάμεσα που κάναμε το “Διάφανο Ύπνο” με το Σταύρο Στάγκο. Με ενδιαφέρει γιατί το κοινωνικοπολιτικό θέατρο περνάει μέσα απ’ το ιστορικό πλαίσιο και έτσι έχουμε και εμείς την ευκαιρία να μελετήσουμε ιστορικές περιόδους που μπορεί είτε να μην τις ξέρουμε, είτε να γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτές και με αφορμή το θέατρο να μπαίνουμε πιο βαθιά στη γνώση, αλλά να το κοινωνούμε και να το επικοινωνούμε αυτό στον κόσμο.

Έχω δει ότι ο κόσμος διψάει όσον αφορά στην ιστορία και στο κοινωνικοπολιτικό θέατρο, γιατί ούτως ή άλλως αυτά τα πράγματα που πραγματευόμαστε μέσα απ’ τις παραστάσεις μας προβληματίζουν στο γεγονός ότι η ιστορία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάνει κύκλους και πράγματα, τα οποία εμείς θεωρούμε ότι έχουν μείνει στο παρελθόν, όχι μόνο δεν είναι στο παρελθόν, αλλά είναι διαχρονικά.

“…το Θέατρο είναι Παιδεία.

Στην προέκταση λοιπόν αυτού να σου πω αυτό που έχω ζήσει με τον Άρη, ότι υπάρχουν πολλά παιδιά, άνθρωποι νεαρής ηλικίας ή και στην ηλικία μου, στα 40-45, που δεν έχουν ακούσει τον Άρη, δεν ξέρουν καν ποιος ήταν. Θα μου πεις πως είναι δυνατόν; Είναι. Και ήρθαν στην παράσταση με αφορμή την παρέα, τους φίλους τους. Και το κέρδος για μένα είναι ότι μου είπαν πως με αφορμή την παράσταση μας έβαλες στη διαδικασία να ανοίξουμε κανένα βιβλίο, να ψάξουμε το ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, να μάθουμε τα γεγονότα, το ιστορικό πλαίσιο που πραγματεύεται η παράσταση και είναι πάρα πολύ σημαντικό όλο αυτό, δηλαδή το θέατρο να μπορεί να κινήσει το θεατή στο να ανοίξει ένα βιβλίο. Το έχω πει πολλές και το πιστεύω ακράδαντα ότι το Θέατρο είναι Παιδεία.

 

 

Από τη σκοπιά του ηθοποιού, επηρεάζεσαι σε διαφορετικό βαθμό από ένα έργο στο οποίο παίζεις και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα;

 Ναι, γιατί μπαίνεις στη διαδικασία να ψάξεις περισσότερο σε λεπτομέρεια, γιατί υπάρχει κόσμος ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα, οπότε πρέπει να τα γνωρίζεις καλά, να τα έχεις δει απ’ όλες τις σκοπιές, για να αποφασίσεις εσύ το ποιες θέλεις να δώσεις στο θεατή, γιατί πια δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις. Η πληροφορία είναι μεγάλη, δεν περιμένεις να ανοίξεις μια εγκυκλοπαίδεια, όπως κάναμε εμείς παλιότερα. Όλο αυτό λοιπόν είναι πιο δύσκολο και σε βάζει σε μια άλλου είδους διαδικασία. Εκτός αν μπεις στη διαδικασία, με αφορμή αυτό να κάνεις μια παράβαση, μια παράφραση των γεγονότων, πάλι με γνώμονα το τι θέλεις να περάσεις στο κοινό.

Το «Μην περάσεις το ποτάμι» είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που γίνανε στα Τρίκαλα. Βέβαια αυτά τα γεγονότα που πραγματεύεται η παράσταση δε γίνανε μόνο στα Τρίκαλα, γίνανε σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Βλέπουμε χαρακτήρες όπως είναι ο ρόλος που κάνω εγώ, ο μεγαλοτσιφλικάς του κάμπου, ο ενωμοτάρχης, το ποια ήταν η πολιτική τους θέση και η σχέση τους με τους εργάτες. Σε οικογενειακό επίπεδο ποια ήταν η σχέση του ανθρώπου αυτού με τη γυναίκα του, το πως της φέρεται και ποια ήταν η θέση της γυναίκας, η οποία δυστυχώς σε μερικές περιπτώσεις δεν έχει αλλάξει ακόμη και σήμερα.

 

 

Μίλησέ μας για το ρόλο σου στην παράσταση, τον τσιφλικά Καρανίκα.

Είναι ένα σιχαμένο πλάσμα (γέλια), το οποίο δεν υπολογίζει καθόλου την ανθρώπινη ζωή, το μόνο του μέλημα είναι το κέρδος. Πάνω απ’ το χρήμα δε βάζει τίποτα. Έχει μεγαλώσει μ’ ένα πολύ συγκεκριμένο σκληρό τρόπο, όπως αναφέρεται και στο έργο μεγάλωσε μόνο με τον πατέρα του, ο οποίος και αυτός ήταν ένας σκληρός και στυγνός άνθρωπος. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει ανοίξει βιβλίο στη ζωή του και το διακωμωδούμε αυτό μ’ έναν τρόπο στην παράσταση, δείχνουμε δηλαδή το πόσο άξεστοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, το πόσο στυγνοί, το πόσο δεν τους ενδιέφερε η ανθρώπινη ζωή, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το κέρδος τους, η ζωή τους, το πως θα πλουτίσουν και πως θα πατήσουν ακόμα περισσότερο πάνω στους άλλους. Δεν έχει κανέναν πατριωτισμό, άλλωστε ήταν ταγματασφαλίτης, για ποιο πατριωτισμό μιλάμε; Το λέει κιόλας, “έχουμε κάνει πολλά εγκλήματα στο παρελθόν με τον ενωμοτάρχη στον εμφύλιο”, το παραδέχεται και μόνος του. Βέβαια, ο τρόπος με τον οποίο εγώ τον έχω δώσει περισσότερο θέλω να δείξω όχι τόσο τη σκληρότητα, αλλά το πόσο ανθρωπάκια ήταν αυτοί, με μια πολιτική προέκταση που λέει ότι αυτά τα ανθρωπάκια είναι και θα είναι αυτοί που κρατάνε τις εξουσίες των λαών, δυστυχώς.

 

 

Πρόκειται για έναν εντελώς ‘κόντρα’ ρόλο, σε σχέση με τον “Άρη” που παίζεις τα τελευταία χρόνια. Πως βιώνεις αυτή τη μετάβαση από τον Καπετάνιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, στον ταγματασφαλίτη Καρανίκα;

Ήταν τόσο μεγάλη η μελέτη που έκανα στον Άρη και παράλληλα με τον Άρη μελέτησα και πως ήταν και αυτοί οι άνθρωποι, οπότε η μετάβαση δεν ήταν δύσκολη, ίσα-ίσα που πάνω σε αυτό, το έχω αναφέρει και στη συνέντευξη τύπου που είχαμε κάνει πριν ξεκινήσουμε την παράσταση, με ξεκλείδωσε ένας μεγάλος σε ηλικία συνάδελφος, ο οποίος είναι και κομμουνιστής, είχαμε λοιπόν μια συζήτηση, με ρώτησε τι κάνω και του λέω ετοιμάζομαι να κάνω αυτό, αλλά ζορίζομαι λίγο γιατί ιδεολογικά είμαστε εντελώς αντίθετοι με το ρόλο, εγώ σαν Τάσος δηλαδή, άσχετα με τον Άρη. Και μου λέει ‘να το κάνεις επειδή ακριβώς εμείς τους ξέρουμε με όλα αυτά που περάσαμε, ξέρουμε και πως ήταν αυτοί και μπορούμε να τους αποδώσουμε χωρίς περιτύλιγμα στον κόσμο’.

“…εγώ είμαι ιδεολογικά εντελώς αντίθετος με τον ήρωά μου,

τον ταγματασφαλίτη Καρανίκα…”

Οπότε η μετάβαση δεν ήταν δύσκολη, απλώς ήθελε και αυτό τη μελέτη του, για να ξεφύγω κιόλας απ’ τον τρόπο με τον οποίο παίζω τον Άρη. Επίσης, λόγω του Άρη δεν μπορούσα να αλλάξω και το παρουσιαστικό μου, οπότε ο θεατής βλέπει έναν άνθρωπο με μακριά μαλλιά, με μακριά μούσια και δεν ήταν έτσι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν αλλιώς η όψη τους. Και βέβαια έπρεπε να συγκρουστώ με το μέσα μου σε ότι αφορά στο ιδεολογικό, αλλά απ’ την άλλη το βρήκα και πολύ ιντριγκαδόρικο, γιατί αυτή είναι η δουλειά μας, το να προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τους ρόλους που παίζουμε μέσα μας, να τους κάνουμε κτήμα μας, έτσι ώστε να μπορέσουμε να τους αποδώσουμε με όση περισσότερη αλήθεια μπορούμε.

 

 

Κάτι λέτε και στην παράσταση για τα μακριά μαλλιά και τα μούσια, σου λέει μια ατάκα ο ενωμοτάρχης…

Ναι, μου λέει ο ενωμοτάρχης ‘τράβα ρε κόψε και του μούσι μη σε περάσει κανείς για κομμουνιστή…’ και γελάει βέβαια ο κόσμος, άλλοι γελάνε για την ατάκα, άλλοι επειδή ξέρουν ότι παίζω παράλληλα τον Άρη, είναι κάτι πολύ αστείο αυτό…

 

 

Στο έργο, βλέπουμε να ξετυλίγεται ένας άδοξος έρωτας μεταξύ ενός ιδεολόγου, αριστερού, αγωνιστή και μιας γυναίκας που βιώνει την καταπίεση από παιδί. Θεωρείς πως ο έρωτας είναι το όχημα που χρησιμοποιεί το έργο για να αναδείξει τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που απασχολούν τη συγγραφέα;

 

“Δεν είναι επαναστατικός ο έρωτας;

Δεν είναι επανάσταση ο έρωτας;

Δεν έχει ιδεολογικές προεκτάσεις ο έρωτας;

Δεν προσπαθεί να σπάσει τα στερεότυπα ο έρωτας;”

 

Βέβαια, είναι το όχημα της παράστασης. Δεν είναι επαναστατικός ο έρωτας; Δεν είναι επανάσταση ο έρωτας; Δεν έχει ιδεολογικές προεκτάσεις ο έρωτας; Δεν προσπαθεί να σπάσει τα στερεότυπα ο έρωτας; Οπότε ήταν ένα πολύ ωραίο στοιχείο αυτό της παράστασης. Και βλέπουμε ότι λήγει άδοξα, παρόλο που παλεύουν αυτά τα δύο παιδιά με νύχια και με δόντια να είναι μαζί, οι περισσότεροι από αυτούς τους έρωτες έληγαν έτσι, λίγοι ήταν αυτοί που καταφέρανε και κρατήσανε. Αλλά αυτό μας περνάει ένα μήνυμα, το ότι δεν πρέπει ποτέ να παύουμε να αγωνιζόμαστε, άσχετα αν αυτοί οι άνθρωποι τελικά δεν είναι ποτέ μαζί γιατί δεν τους το επιτρέπουν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Και κυρίως δεν τους το επιτρέπουν σε πολιτικό επίπεδο, γιατί ως κομμουνιστής εκείνη την εποχή αυτός ο άνθρωπος καταλήγει στη Γυάρο και δεν ξαναφεύγει ποτέ από εκεί.

 

 

Παραμένει θεωρείς επίκαιρη η πάλη των τάξεων που αναδεικνύεται μέσα απ’ το έργο;

 

“Δε σταματάει η πάλη των τάξεων,

οι συνθήκες αλλάζουν και εμείς προσαρμοζόμαστε.”

 

Αυτό ακριβώς μας δείχνει το έργο. Δε σταματάει η πάλη των τάξεων, οι συνθήκες αλλάζουν και εμείς προσαρμοζόμαστε, αλλά η πάλη των τάξεων δε σταματάει ποτέ να υπάρχει. Γι’ αυτό και λήγει άδοξα αυτός ο έρωτας. Αυτή η κοπέλα ξαναγυρίζει στο σπίτι της. Πώς γυρίζει στο σπίτι της; Και πώς αντιμετωπίζεται από εκεί και πέρα; Το αφήνουμε στο θεατή αυτό, γιατί κάποια στιγμή η παράσταση πρέπει να τελειώσει, αλλά αυτό μένει στο θεατή, αναρωτιέται για το πως θα ζήσει αυτή η κοπέλα από εκεί και πέρα δίπλα σε αυτόν το δυνάστη, που το μόνο που τον ενδιέφερε είναι το χρήμα, το όνομά του και ο διάδοχος.

 

 

Την ώρα που μιλάμε προετοιμάζεται η φοιτητική συναυλία στο Σύνταγμα με αφορμή το έγκλημα στα Τέμπη. Το ΣΕΗ έχει στηρίξει κάθε κάλεσμα για απεργία με διεκδικήσεις για το λαό και για την απόδοση δικαιοσύνης. Μπορεί θεωρείς να υπάρξει ένας καλλιτέχνης αποκομμένος από την κοινωνία και τις ανάγκες της;

 

“Δεν είναι χειρουργείο η τέχνη,

δεν πρέπει να είναι αποστειρωμένη η τέχνη,

σε καμία των περιπτώσεων.

 

Όχι βέβαια, δε μπορεί. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι μέσα σε όλα, ακόμα και παρατηρητής να είναι, κάνοντας τη δουλειά του στεγνά, δε νομίζω ότι μπορεί να μείνει έξω απ’ το πρόβλημα. Πρέπει να μπει βαθιά μέσα, να είναι γνώστης της κοινωνίας, να έχει πολιτική άποψη, πρέπει να είναι προέκταση της διανόησης, αν δεν είναι η ίδια η διανόηση ο καλλιτέχνης. Δε μπορεί να είναι αποκομμένος. Δεν είναι χειρουργείο η τέχνη, δεν πρέπει να είναι αποστειρωμένη η τέχνη, σε καμία των περιπτώσεων. Και όσο πιο βαθιά μπαίνεις μέσα στα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, όσο περισσότερο αφουγκράζεσαι την κοινωνία, τόσο πιο γεμάτος γίνεσαι, περνάς σ’ ένα άλλο επίπεδο παιδείας, την οποία δεν τη βρίσκεις μόνο μέσα στα βιβλία. Αφουγκράζεσαι τον παλμό ενός ζωντανού οργανισμού του οποίου είσαι και εσύ μέρος του. Οπότε δεν μπορείς να είσαι αποκομμένος.

 

 

Στο έργο θίγονται πολλά κοινωνικά ζητήματα, όπως το προσφυγικό και η γυναικεία καταπίεση και κακοποίηση. Μπορεί το θέατρο να ευαισθητοποιήσει και να εκπαιδεύσει το κοινό;

 Φυσικά! Πρέπει και πολλές φορές μπορεί να είναι η αλήθεια πάρα πολύ σκληρή, χωρίς όμως να κουνάει το δάχτυλο. Δουλειά του θέατρου δεν είναι να κουνάει το δάχτυλο. Είναι το να μπορεί να ταρακουνάει το θεατή. Να προβληματίζει το θεατή. Να φεύγει ο θεατής απ΄ το θέατρο και να συζητάει για μεγάλο διάστημα την παράσταση που είδε. Αλλά για να το κάνει αυτό το θέατρο, πρέπει να του δείξει την αλήθεια, το αντίθετο της λήθης στην οποία θέλουν -και κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό- μας έχουν επιβάλλει. Ο Ιονέσκο με το Ρινόκερο ταρακούνησε μια ολόκληρη εποχή μιλώντας για τη ρινοκερίτιδα που ήταν ουσιαστικά η εξάπλωση του ναζισμού, με έναν άλλο ποιητικό τρόπο. Και ο Λόρκα μέσα απ’ την ποίησή του. Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ταρακουνήσανε το κοινό. Ο Τσέχωφ, όποιον και να πιάσεις… Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, αλλά και οι νεότεροι, όλοι μέσα απ’ το θέατρο θίγουν τα κοινωνικά και τα πολιτικά προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα.

 

Ο ‘Άρης’ όπου να ‘ναι ολοκληρώνει τον επταετή κύκλο του, το ‘Μην περάσεις το ποτάμι’ θα πάει μέχρι περίπου το Πάσχα, ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια, ετοιμάζεις κάτι για μετά;

 

“…η αγάπη του κόσμου είναι πραγματικά συγκινητική,

είμαι ευγνώμων για όλο αυτό που έχω ζήσει.”

Σε συζητήσεις βρίσκομαι, θα δούμε, δεν ξέρω ακόμα. Το είχα πει απ’ την αρχή της σεζόν ότι θα είναι η τελευταία χρονιά του Άρη, με προβληματίζει αυτό, αλλά χρειάζεται να μπει μια τελεία. Δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναέρθει, γιατί είναι πολύ πιθανό μετά από χρόνια να ξαναέρθει γιατί κι εγώ θα το έχω ανάγκη. Είναι μια ολόκληρη ζωή εφτά χρόνια στο θέατρο με τον ίδιο ρόλο και μονόλογο κιόλας. Αλλά πιστεύω πραγματικά ότι ήρθε η ώρα να βάλω μια τελεία σε αυτή την παράσταση. Και η αγάπη του κόσμου είναι πραγματικά συγκινητική, τι να πω δεν ξέρω, είμαι ευγνώμων για όλο αυτό που έχω ζήσει. Αλλά θέλω να κάνω κι άλλα πράγματα, να δοκιμάσω τον εαυτό μου και αλλού και σε άλλους ρόλους και σε διαφορετικά είδη θεάτρου.

 

 

Στο Παλκοσένικο έχουμε μια συνήθεια, να συλλέγουμε θεατρικές ιστορίες, είτε πάνω στη σκηνή, είτε πέριξ αυτής. Υπάρχει κάτι απ΄ τον Άρη ή γενικότερα που σου έχει μείνει χαραγμένο και θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας; 

“Μεγάλε, μην ανησυχείς, πάρε τα γράδα σου και κάνε φινάλε, εμείς περιμένουμε…”

Θα πω μια ιστορία απ’ τον Άρη, αρκετά χιουμοριστική. Χωρίς να αποκαλύψω το τέλος, έχει έρθει ένας τύπος στο θέατρο και κάποια στιγμή στο τέλος σταματάω, όπως λέει και το έργο, παίρνω τις ανάσες μου και είμαι έτοιμος να κάνω το φινάλε, το οποίο είναι ανατρεπτικό σε σχέση με την παράσταση. Παίρνω λοιπόν τις ανάσες μου, παίρνω την καρέκλα κάθομαι και πριν προλάβω να μιλήσω, πετάγεται ο τύπος από κάτω με στεντόρεια φωνή και λέει “Μεγάλε, μην ανησυχείς, πάρε τα γράδα σου και κάνε φινάλε, εμείς περιμένουμε…” (γέλια). Και μου κοπήκανε τα πόδια εκείνη την ώρα. Βέβαια, επειδή ήταν πολύ φορτισμένη εκείνη η στιγμή, το κοινό δε γέλασε, αντέδρασε, υπήρχε ένα σούσουρο, αλλά και τώρα που το λέω εμένα μου φέρνει πολύ γέλιο, παρόλο που εκείνη τη στιγμή μου έκοψε τα πόδια. Με τον οποίο τύπο μετά κάναμε συζήτηση για το έργο, έμεινε μετά το τέλος της παράστασης και κάτσαμε και το συζητήσαμε και του λέω ‘μεγάλε με κατέστρεψες εκείνη την ώρα…’ με αυτό το ‘πάρε τα γράδα σου και κάνε φινάλε’, αυτή την ατάκα δε θα την ξεχάσω ποτέ!

 

περισσότερα για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/min-peraseis-to-potami-vera-vasileioy-petsa/