Κουβεντιάζοντας με τον Θανάση Δόβρη

Επιμέλεια συνέντευξης: Διονύσης Μαλαπέτσας

Σήμερα έχουμε τη μεγάλη χαρά και τιμή να φιλοξενούμε τον αγαπημένο ηθοποιό Θανάση Δόβρη και να συζητάμε μαζί του με αφορμή την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί “Η γυναίκα και ο ακροβάτης” που ανεβαίνει κάθε Παρασκευή με Δευτέρα στις 21.00 στο Bijoux de kant hood art space”.

 

 

Ο συγγραφέας του έργου, Μιχάλης Βιρβιδάκης, στο σημείωμά του μας λέει πως το έργο, από μια παραξενιά της τύχης, παρέμεινε για περίπου 40 χρόνια στο συρτάρι. Πιστεύεις πως το μομέντουμ είναι αρμοστό στο κείμενο ή θεωρείς πως άργησε τελικά να ανέβει στη σκηνή;

Νομίζω πως τελικά άργησε να ανέβει ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, δηλαδή το μομέντουμ του είναι τώρα. Φυσικά είναι από μόνο του ένα έργο που έχει διαχρονική αξία, φυσικά θα μπορούσε να παιχτεί, από τότε που γράφτηκε, το ’86-’87, ωστόσο ήταν πολύ ευτυχής η συγκυρία για όλους μας, για το Γιάννη Σκουρλέτη, για την Αμαλία, για εμένα, για το Μιχάλη, για όλους. Και είναι καλύτερα διότι είχε την ευκαιρία και ο Μιχάλης να ξανακοιτάξει το κείμενό του μετά από τόσα χρόνια, κάτι που έχει μια ιδιαίτερη αξία φαντάζομαι για έναν συγγραφέα, το πως βλέπει δηλαδή ένα κείμενο που το έγραψε στην πρώτη νιότη του, όντας φαντάρος στη σκοπιά. Στην ουσία ήταν ένα πρωτόλειο για το συγγραφέα. Οπότε νομίζω ότι είναι σωστή η συγκυρία που ανέβηκε τώρα στη σκηνή.

 

Θανάση διαβάζω απ΄ το δελτίο τύπου πως πρόκειται για “Μια παράσταση για την ιερή μανία της επιθυμίας”. Εσύ, ως άνθρωπος και καλλιτέχνης πως βιώνεις τη μανία αυτή;

Η μανία της επιθυμίας είναι εκείνη που σε κάνει να προσπαθείς διαρκώς να αυτοπραγματώνεσαι, να πιστεύεις στον εαυτό σου, στα θέλω σου, στον τρόπου που επέλεξες να ζεις και να στοχεύεις πάντα προς τα εκεί. Αυτό έχει κάτι ιερό με την έννοια αυτής της στοχοπροσήλωσης στον εαυτό σου και να μη σκορπίζεσαι από εδώ και από εκεί. Συνεχώς δηλαδή να έχεις στο μυαλό σου εσένα, όχι εγωιστικά ή instagramικά, αλλά να έχεις στο κέντρο σου εσένα, με τα καλά και τα στραβά σου, να σέβεσαι τις επιλογές σου και με τόλμη και παρρησία να προχωράς προς τα εκεί που σε οδηγεί η καρδιά σου. Γι’ αυτή την επιθυμία και αυτή τη μανία μιλάει το έργο. Και φυσικά μιλάει για το φυσικό τέλος. Το θάνατο και πώς να τον υποδεχτείς.

 

gynaika-akrovatis-5
gynaika-akrovatis-8
gynaika-akrovatis-9
gynaika-akrovatis-10
gynaika-akrovatis-1
gynaika-akrovatis-4
gynaika-akrovatis-2
gynaika-akrovatis-3
gynaika-akrovatis-6
gynaika-akrovatis-7
gynaika-akrovatis-11
previous arrowprevious arrow
next arrownext arrow

 

Ο δικός σου ρόλος αφορά στο Θόδωρα, έναν πλανόδιο ακροβάτη, έναν ονειροπόλο άνθρωπο που οραματίζεται πολύτροπες αποδράσεις. Σύστησέ μας λίγο τον ήρωά σου.

Ο Θόδωρας είναι ένας λαϊκό πρόσωπο, ένα πολύ απλό στοιχείο, μια παρουσία η οποία φαινομενικά έχει κάτι γήινο, που όμως αποδεικνύεται πως είναι κάτι το ακριβώς αντίθετο. Βέβαια όλοι οι απλοί άνθρωποι έχουν μέσα τους κάτι πολύ γήινο και ταυτόχρονα κάτι πολύ ποιητικό. Συνήθως οι πιο γήινοι άνθρωποι, εκείνοι που είναι για παράδειγμα κοντά στη φύση ή στο δρόμο, τελικά έχουν κάτι πολύ πιο ουσιώδες και πολύ πιο ποιητικό από διανοούμενους, που μπορεί να κάθονται απλώς σ’ ένα γραφείο και να σκέπτονται, χωρίς βέβαια το ένα να αποκλείει το άλλο. Υπάρχουν πολλοί διανοούμενοι γειωμένοι και υπάρχουν και πολλοί λαϊκοί και αγνοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν φυσικά καμία ποιητικότητα. Αλλά η ροπή, η τάση είναι αυτή, δηλαδή οι λαϊκοί και απλοί άνθρωποι της φύσης να συνδέονται καλύτερα και ενστικτωδώς με την ποίηση, ως στοιχείο της πραγματικότητας και όχι ως κάτι το φαντασιακό. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι πάνω-κάτω και ο Θόδωρας.

 

Αν η ανάγκη είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορίας, ποια ανάγκη είναι εκείνη που μας σπρώχνει προς το υπερβατικό και το ανέφικτο;

Η ανάγκη του να πας παρακάτω, να δοκιμάσεις αυτό που δε γνωρίζεις. Στην προκειμένη περίπτωση η ουσία του έργου δεν είναι και τόσο αισιόδοξη, δηλαδή μιλάμε για μια γυναίκα που θέλει να “πετάξει”, θέλει να “φύγει”, σκέφτεται το τέλος. Ωστόσο ο συγγραφέας το δίνει με έναν πολύ όμορφο, ποιητικό και λυρικό τρόπο, ούτως ώστε να ελαφρύνει λίγο το θεατή. Και φυσικά μέσα απ’ αυτή την επιθυμία της ηρωίδας το έργο θέλει να μιλήσει και για την επιθυμία του να μην είσαι συμβατικός, να σπας συνεχώς τις συμβάσεις, να είσαι μ’ έναν τρόπο ένας αντισυμβατικός, ένας επαναστάτης. Εκεί κρύβεται και το υπερβατικό, το φαινομενικά ανέφικτο. Να σπας τη φόρμα, να σπας τη σύμβαση, να σπας τη συντήρηση.

 

 

Την παράσταση «Η Γυναίκαι και ο Ακροβάτης» τη σκηνοθετεί ο Γιάννης Σκουρλέτης, πώς ήταν η συνεργασία σας με το Γιάννη;

Ο Γιάννης ένας ”εικαστικός” και ποιητικός θα έλεγα σκηνοθέτης. Είναι η τρίτη φορά που συνεργάζομαι μαζί του και χαίρομαι όποτε συναντιόμαστε. Έχουμε καλή συνεργασία, καλή σχέση και  αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο τρόπος που σκηνοθέτησε το έργο,-σε συνδυασμό με την  ιδιοσυγκρασία του- αρμόζει άψογα στο συγκεκριμένο κείμενο. Η γυναίκα και ο ακροβάτης είναι ένα έργο πιο “αθόρυβο”, πιο εσωτερικό, έρχεται κοντά στο θεατή “ήσυχα” και τον αγγίζει.

 

Να αφήσουμε λίγο τον Ακροβάτη και τη γυναίκα του έργου και να πάμε σε μια άλλη γυναίκα, τη “Σωτηρία”, την παράσταση που σκηνοθετείς και θα παρουσιαστεί τον Ιούνιο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Μίλησε μας για την παράσταση. Ήταν ένας στόχος σου το Φεστιβάλ;

Στο φεστιβάλ έχει τύχει να έχω παίξει αρκετά ως ηθοποιός και στην Επίδαυρο, και στο Ηρώδειο, και στην Πειραιώς και ίσως  άλλου. Οι στόχοι μου πάντα είναι θα έλεγα βραχυπρόθεσμοι. Παραδείγματος χάρη αυτές τις μέρες είναι δύο. Ο ένας είναι να είμαι εκεί παρόν στη σκηνή με την Αμαλία (Μουτούση) στο έργο του Βιρβιδάκη και ο άλλος να βοηθήσω την Μαρία Παρασύρη όσο μπορώ, σε έναν πολύ σκληρό ρόλο και σε μια πολύ σκληρή για αυτήν, σκηνική συνθήκη, στη “Σωτηρία”. Αλλά επειδή εγώ δε σκηνοθετώ συχνά, δεν είμαι σκηνοθέτης, είμαι ηθοποιός που καμιά φορά σκηνοθετεί, το ενδιαφέρον εδώ για μένα, είναι το να σκηνοθετήσω σε μία άλλη κλίμακα και ένταση. Γιατί έχω σκηνοθετήσει σε πολύ μικρά θέατρα, με πολύ μικρό ή μηδαμινό budget, οπότε είναι μια ευκαιρία να ανοίξει αυτή η κλίμακα σε ότι δοκιμάζω. Ο τρόπος είναι περισσότερο πειραματικός, δηλαδή πάντα μέσα απ’ τη ματιά του ηθοποιού, οπότε δεν είναι κάποιο μεγάλο σκηνοθετικό όραμα, είναι περισσότερο μια εξερεύνηση ενός τρόπου με τον οποίο μπορεί να υπάρχει ένας ηθοποιός πάνω στη σκηνή.

Πέρυσι διάβασα ένα μικρό βιβλίο της Χαράς Ρόμβη, που λέγεται «Σωτηρία». Μου έκανε εντύπωση ένα απ’ τα διηγήματα του βιβλίου, έξι στο σύνολο, πρόκειται για το ομώνυμο, Σωτηρία. Μου άρεσε πολύ η συνθήκη του διηγήματος, παρότι φαινομενικά είναι το πιο αδόκιμο διήγημα στο να γίνει θέατρο, καθώς είναι όλο γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για μια γυναίκα απ’ την επαρχία, στη δεκαετία του ’80, τότε που πρωτοέρχονται τα super-market στην Ελλάδα. Το δέος τότε ήταν τεράστιο καθώς οι άνθρωποι δεν είχαν ξαναμπεί σε super-market. Εκείνη λοιπόν μπαίνει και μαγεύεται απ’ την αφθονία. Και χωρίς να το καταλάβει, καθώς περιπλανιέται στους διαδρόμους μαγεμένη απ’ το χώρο, κατά λάθος κλειδώνεται το βράδυ μέσα στο κατάστημα, σε μια εποχή που δεν υπάρχουν κινητά, που ο σύζυγός της θα την ψάχνει, με ότι αυτό σημαίνει για εκείνη την εποχή και βέβαια τη ντροπή που θα ένιωσε η γυναίκα αυτή. Αυτή η συνθήκη μου άρεσε πολύ. Το πως ένας άνθρωπος -και κατ’ επέκταση ένας ηθοποιός- εγκλωβίζεται σ’ ένα χώρο και μένει μόνος του, με τον εαυτό του, χωρίς να ελέγχει πια τη συνθήκη στην οποία βρίσκεται αυτή. Μπορεί να ακούγεται κάτι ασήμαντο, καθώς όταν ξημερώσει, θα ανοίξει το κατάστημα και θα βγει η γυναίκα. Ωστόσο, η γοητεία του έγκειται στην προσπάθεια του να φωτίσεις μια τόσο απλή και ασήμαντη στιγμή ενός ανθρώπου, που συνήθως περνάει απαρατήρητος.

Η Χαρά Ρόμβη γράφει υπέροχα, είναι μια δυνατή συγγραφέας και έχει και πολλά άλλα διηγήματα, εξίσου υπέροχα, αλλά εμένα αυτό το κείμενο με γοήτευσε. Η πένα της έχει και χιούμορ και βαθύτητα. Οπότε της πρότεινα να κάνουμε τη Σωτηρία θέατρο και εκείνη, όπως κι εγώ, είχε την απορία αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, όμως προσπαθήσαμε μαζί να βάλουμε πρόζα στη Σωτηρία που βρίσκεται κλειδωμένη μέσα στο super-market. Οπότε καταλήξαμε με ένα υλικό που δεν είναι θεατρικό, αλλά πιο πολύ θα έλεγα κινηματογραφικό-λογοτεχνικό. Δεν έχει δηλαδή θεατρική δομή. Μπορεί και να μην πετύχει αυτή η συνθήκη, αλλά εμείς θα το προσπαθήσουμε.

 

Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Ετοιμάζεις κάτι για τον ερχόμενο χειμώνα;

Η “Γυναίκα και ο Ακροβάτης” θα παίξει , μέχρι τις 2 Ιούνη στο bijoux de kant hood art space, στο Μοναστηράκι και υπάρχει η σκέψη να επαναληφθεί για λίγο τo φθινόπωρο, η “Σωτηρία” θα ανέβει από 19 ως 21 Ιούνη στο χώρο Ε’ της Πειραιώς 260 και από εκεί και πέρα το χειμώνα θα γίνουν πράγματα που ίσως να είναι νωρίς ακόμα να πούμε.

 

Στο Παλκοσένικο συλλέγουμε ιστορίες που διαδραματίστηκαν πάνω ή πέριξ της σκηνής. Υπάρχει κάποια που να θυμάσαι χαρακτηριστικά και που θα ήθελες να μας χαρίσεις;

Είναι πάρα πολλές, αλλά τώρα θυμάμαι μία χαρακτηριστικά, όταν το 2006 παίζαμε την Αντιγόνη, στη Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Δάσους και στην τελευταία σκηνή, εγώ ως μέλος του χορού έπρεπε να πάω να σηκώσω το Λευτέρη Βογιατζή, από εκεί που σερνόταν στο έδαφος ως πληγωμένος Κρέοντας. Εκείνη τη βραδιά έτυχε να έρθει στο θέατρο ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Υπουργός Πολιτισμού και βουλευτής τότε του ΠΑΣΟΚ και καθόταν στην πρώτη σειρά. Ο Λευτέρης Βογιατζής λοιπόν σερνόταν στο χώμα και πήγαινε προς τους θεατές, τότε έπρεπε εγώ να περπατήσω προς το μέρος του, να τον αρπάξω και ταυτόχρονα να κλωτσήσω το στέμμα του Κρέοντα μακριά, ένα σπουδαίο σκηνοθετικά στιγμιότυπο για την παράσταση. Και καθώς το κλωτσάω, κατά λάθος το στέμμα σηκώνεται στον αέρα, φεύγει απ’ τη σκηνή, εκσφενδονίζεται και προσγειώνεται ακριβώς ανάμεσα στα πόδια του Βενιζέλου. Όλοι μας παγώσαμε εκείνη τη στιγμή, μη χτυπήσει κανένας άνθρωπος και δε γνωρίζαμε πως ο συγκεκριμένος καθόταν εκεί. Μετά βέβαια το λέγαμε και γελούσαμε, αλλά τότε τα χάσαμε. Ο δε Βενιζέλος προς στιγμή τρόμαξε φυσικά και μετά χαμογέλασε και ευθύμησε, όπως και όλοι οι τριγύρω θεατές.

 

 

περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/i-gynaika-kai-o-akrovatis-deyteros-xronos-bijoux-de-kant-hood-art-space/