Κουβεντιάζοντας με τον Βαγγέλη Μάγειρο

Επιμέλεια συνέντευξης: Άννα Βαμβακάρη

Βαγγέλη σε καλωσορίζουμε με μεγάλη χαρά στο Παλκοσένικο, για να κουβεντιάσουμε με αφορμή την παράσταση «Tabula Rasa» που ανεβαίνει κάθε Σάββατο, στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός. Το “Tabula Rasa” είναι ένα έργο σε κείμενο δικό σου, εμπνευσμένο από το μονόπρακτο του Αστέριου Γούσιου “Η μάσκα”. Τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον σου;

Με τον Αστέριο έχουμε μία κοινή αγάπη για τον κόσμο του φανταστικού. Όντας μεγάλος γνώστης των κόμικς και τον graphic novels, στο μονόπρακτο του έφτιαξε μία σκοτεινή και μυστηριακή ατμόσφαιρα την οποία την συνόδευε μία υπαρξιακή αναζήτηση. Αυτό ήταν αρκετό για να με γοητεύσει. Η αρχική ιδέα ήταν να γράφαμε το “TABULA RASA” μαζί. Οι χρόνοι και τα προγράμματα δυστυχώς δεν έβγαιναν. Ήταν υπέροχη πρόκληση, με άξονα το δικό του σύμπαν, να δημιουργήσω ένα δικό μου.

 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι στο θέατρο να βρεις ανθρώπους που μπορούν να φέρουν στη σκηνή αυτό που φαντάστηκες όταν διάβαζες ή όταν έγραφες ένα κείμενο;

Δεν ξέρω αν είναι εύκολο ή δύσκολο, ξέρω όμως σίγουρα ότι έχει μεγάλη αξία όταν τους βρίσκεις. Με όλους τους συντελεστές, και τους εντός και τους εκτός σκηνής, μοιραστήκαμε ιδέες και εικόνες για το έργο, τις οποίες όταν τις βλέπω να παίρνουν πνοή πάνω στη σκηνή μου επιβεβαιώνεται συνεχώς η έννοια της συλλογικότητας και της ομάδας. Η ιδέα μπορεί να ξεκινάει από έναν, αλλά το σύνολο είναι αυτό που την κάνει πραγματικότητα. Και για μένα αυτό είναι κανόνας.

 

 

Η παράστασή σας θυμίζει παραμύθι που εκτυλίσσεται ενώ παίζει από κάπου ένα μουσικό κουτί. Ποια ήταν η βασική σκηνοθετική ιδέα την οποία ακολούθησες;

Κουβαλάω μία μεγάλη αγάπη για τα παραμύθια και τους χαρακτήρες τους. Πιστεύω ότι η πιο απλές και σπουδαίες αλήθειες κρύβονται μέσα τους και δεν πρέπει να τις ξεχνάμε. Κύρια πηγή έμπνευσης υπήρξε η “Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων” του Λούις Κάρολ. Όπως η Αλίκη πέφτει και χάνεται μέσα στην τρύπα του λαγού μέχρι να βρει το δρόμο της, έτσι και η Κοπέλα στο “TABULA RASA” χάνεται μέσα στον κόσμο των ιστοριών που της προτείνει ο Έμπορος, μέχρι να καταφέρει να σχηματίσει τη δική της διαδρομή.

 

Η μουσική της παράστασης και τα ηχητικά εφέ ήταν απόλυτα ταιριαστά και λειτούργησαν υπέροχα στην παράσταση. Θέλεις να μας μιλήσεις για αυτά;

Η μουσική και οι ήχοι του Τζώρτζη Μαυροειδή, σε συνδυασμό με τους ήχους του Γιάννη Παρζιάλη, έντυσαν την παράσταση με τρόπο που ακόμα και εγώ χάθηκα μέσα τους. Και ο Τζώρτζης και ο Γιάννης αγκάλιασαν τόσο όμορφα την αισθητική του κειμένου, που αν δεν υπήρχαν μέσα στο όλο εγχείρημα δεν θα ήταν το ίδιο. Τους ευχαριστώ και τους ευγνωμονώ για όλα μαζί με την Κωνσταντίνα Ποντίκη για τους μαγικούς φωτισμούς που μας προσέφερε και τη Ναταλία Μαρτίνη για τις τόσο εύστοχες χορογραφίες που έφτιαξε.

 

 

“Μάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο” θα μπορούσε να τραγουδάει το κορίτσι στην παράσταση που έψαχνε μια ιστορία να της ταιριάζει. Αν θεωρήσουμε πως το “καρναβάλι” είναι η σύγχρονη κοινωνία, τελικά μπορούμε να υπάρξουμε στις κοινωνίες που φτιάξαμε χωρίς “μάσκες”;

Οι μάσκες ξεκινάνε από εμάς γιατί από εμάς ξεκινάει η κοινωνία. Είμαστε κομμάτι της αναπόσπαστο. Στο χέρι μας, στις ιδέες μας και στα όνειρα μας είναι το πως θέλουμε να τη δούμε να συνεχίζει.

 

Πώς θα σου φαινόταν αν σε αποκαλούσαν παραμυθά; Εντοπίζεις κοινά μεταξύ ενός παραμυθά και ενός συγγραφέα ή ενός σκηνοθέτη;

Ο παραμυθάς, ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης μοιράζονται τον ίδιο στόχο. Να πουν μια ιστορία στους ανθρώπους. Μέσα από την ιστορία θέλουν να μεταδώσουν μία ιδέα, έναν μικρό σπόρο, με την ελπίδα ότι θα φυτρώσει και θα γιγαντωθεί στο μυαλό και στο πνεύμα των ανθρώπων. Εμείς, σαν ομάδα, λέμε την ιστορία μας. Θα χαρούμε πολύ να την ακούσετε.

 

Έχεις κάποια ιστορία από τις θεατρικές σου εμπειρίες που να θέλεις να μας χαρίσεις;

Χρόνια πριν, δέκα κοντά, παίζαμε στη Θεσσαλονίκη “Το Γαϊτανάκι” της Ζωρζ Σαρή, σε σκηνοθεσία της Δήμητρας Λαρεντζάκη. Μία από τις πρώτες μου δουλειές μετά τη σχολή. Βρισκόμασταν σε περιοδεία για σχολεία και μία από τις στάσεις μας, αν θυμάμαι καλά, ήταν τα Τρίκαλα. Μόλις τελείωσε η παράσταση με πλησίασε μία δασκάλα δημοτικού μαζί με έναν από τους μαθητές της. Αφού έδωσαν συγχαρητήρια το παιδί με ρώτησε πώς μοιάζω και αν μπορεί να με αγγίξει. Ήταν τυφλό. Του περιέγραψα με όσες λεπτομέρειες μπορούσα το πως είμαι, τι φοράω και το πήρα από το χέρι και το πήγα στα σκηνικά μας για να τα δει με τον δικό του τρόπο. Πιστεύω αυτά που είδε αυτό το παιδί δεν θα τα δούμε εμείς ποτέ. Παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο όμορφες στιγμές που μου έχουν τύχει.

 

Υπάρχει κάποια συνεργασία με ηθοποιό ή ομάδα που θα ήθελες να κάνεις στο μέλλον;

Με όσους έχουν όρεξη για έρευνα και δημιουργία.

 

Βαγγέλη σ’ ευχαριστούμε πολύ για την όμορφη κουβέντα μας! Ήταν μεγάλη χαρά το να σε φιλοξενήσουμε στο Παλκοσένικο και σου ευχόμαστε κάθε καλό τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο!

 

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/tabula-rasa-theatro-mikros-kerameikos/