Είδαμε τα “39 Σκαλοπάτια” στο Θέατρο Τζένη Καρέζη

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόσασταν αν σας έλεγα πως μ’ έναν τρόπο, κάπως παράδοξο αλλά απολύτως λογικό, συνδέονται μεταξύ τους μια σουπιά, τριανταεννέα σκαλοπάτια, μία κατάσκοπος και η αυτοαναφορικότητα του θεάτρου. Και αν όλα αυτά σας ακούγονται κάπως παράλογα, τα “39 Σκαλοπάτια” δεν ανήκουν καν στο είδος που αποκαλούμε θέατρο του παραλόγου. Αντιθέτως είναι μια κατασκοπική φαρσοκωμωδία, που ξεκίνησε από μυθιστόρημα του John Buchan, έγινε ταινία του Alfred Hitchcock, διασκευάστηκε σε θεατρικό απ’ τον Patrick Barlow και το μετέφρασε ο Μάκης Παπαδημητρίου για να μας το συστήσει ξανά, σκηνοθετώντας το και ανεβάζοντάς το στη σκηνή του Θεάτρου Τζένη Καρέζη. Ως εδώ όλα ξεκάθαρα, θα μου πείτε όμως που κολλάει η σουπιά;

Ε, λοιπόν στο χρώμα που σου μένει στο μυαλό, όταν έχεις φύγει πια απ’ την παράσταση και την ανακαλείς, όλα τα θυμάσαι σαν να ήταν σε τόνους σέπια, εκείνο το καφετί χρώμα που μας χαρίζει το μελάνι της σουπιάς και που αιώνες τώρα έδινε υπόσταση στις σκέψεις και στα λόγια μας, είτε βουτώντας το φτερό στο μελανοδοχείο, είτε εμφανίζοντας ένα φιλμ. Νομίζω αυτός είναι ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός για την παράσταση, ένα φιλμ νουάρ με πολύ βρετανικό χιούμορ, που αποθεώνει την έκτη τέχνη. Και την αποθεώνει γιατί περιέχει κάθε δομικό στοιχείο που κρύβει το θέατρο στη φαρέτρα του, για να μετατρέψει ένα έργο σε υπερθέαμα και να αναδείξει το μεγαλείο των παραστατικών τεχνών. Ας πούμε αστραπιαίες εναλλαγές ρόλων, ατμοσφαιρικότητα, ζωντανές και εικονοπλαστικές αφηγήσεις, ευρηματικότητα και φαντασία στη χρήση των σκηνικών, ζωντανή μουσική, ηχητικά εφέ που γεννιούνται από αντικείμενα και πολλά άλλα, μα πρωτίστως η πειθώ. Το παν είναι ο ηθοποιός να μπορεί να πείσει το κοινό για το τι νομίζει πως βλέπει, ασχέτως αν το βλέπει…Η μαγεία του θεάτρου αναλαμβάνει τα υπόλοιπα, αναλαμβάνει να οδηγήσει τη φαντασία των θεατών και να τους ταξιδέψει σε κόσμους που τα μάτια δεν κοιτούν, μα βλέπουν.
Όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα κατάφερε να εντάξει ο Μάκης Παπαδημητρίου στην καλοστημένη παράσταση που με περισσή μαεστρία “ενορχηστρώνει”, με την πολύτιμη αρωγή της Σεσίλ Μικρούτσικου, που επιμελήθηκε την κινησιολογία-χορογραφία της παράστασης. Τόσο ο ίδιος όσο και οι τρεις εξαιρετικά ταλαντούχοι συμπρωταγωνιστές του, η Γεωργία Μεθενίτη, ο Γιάννης Λατουσάκης και ο Παναγιώτης Γουρζουλίδης μπλέκουν σε μία ξέφρενη ερμηνευτική χορογραφία που διαρκεί μέχρις ότου να πέσει η αυλαία. Αλλάζουν δεκάδες ρόλους, διαθέσεις και κοστούμια πιο γρήγορα απ’ όσο μπορεί ο ανθρώπινος νους να επεξεργαστεί, με τον καταιγιστικό ρυθμό της παράστασης να φαίνεται πως ταιριάζει γάντι στο στυλ του πολυμήχανου και αεικίνητου Παπαδημητρίου. Υποβλητική και προσήκουσα η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου υπενθυμίζει πως πέραν του πηγαίου γέλιου που γεννά η φαρσοκωμωδία, δεν παύει να εκτυλίσσεται ένα θρίλερ στο υπόβαθρο της ιστορίας. Όσο για τα σκηνικά, δεν μπορείς να τα αποκαλέσεις λιτά, μέχρι να συλλάβεις το αχανές εύρος των εικόνων στις οποίες πρόκειται να ταξιδέψεις νοερά. Μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι το μίνιμαλ χαρακτήρα και την ευρηματική χρήση των όμορφων σκηνικών του Σάκη Μπιρμπίλη. Τέλος, εξίσου δέοντα και κομψά τα κοστούμια της Clare Bracewell, δίνουν μια αίσθηση του τόπου και του χρόνου στο έργο.
Εν κατακλείδι, μιλάμε για μία θεατρική εμπειρία υψηλού επιπέδου που αξίζει να βιώσετε. Αν έπρεπε να βρούμε με το ζόρι κάτι αρνητικό, θα μπορούσαμε μόνο να πούμε πως ομολογουμένως δεν θα κρεμαστείτε απ’ τα λεγόμενα του κειμένου, ούτε θα τρίζετε τα δόντια σας απ’ το άγχος και την αγωνία για τα μελλούμενα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η αυτοαναφορικότητα που ανέφερα στην αρχή. Υπάρχουν κάποια κείμενα που μοιάζουν να γράφτηκαν με κύριο σκοπό τους να υπηρετήσουν τη θεατρική τέχνη, να αναδείξουν το μεγαλείο της, να φωτίσουν τα μέσα και τις τεχνικές της. Δεν είναι πολλά τα κείμενα που αβαντάρουν τόσο πολύ την υποκριτική και τη σκηνοθεσία, φωτίζοντας τες περισσότερο και από την ίδια την ιστορία που διηγούνται. Μια παρόμοια περίπτωση είναι και “Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς” του Τολστόι, που σκηνοθετεί η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη στο Αλκμήνη και μία ακόμα “Η κόρη του λοχαγού” του Πούσκιν που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης στο Σύγχρονο. Παραστάσεις που υμνούν το θέατρο σε όλο του το μεγαλείο και κείμενα που ακόμη και αν δεν το γνωρίζουν οι συγγραφείς τους, στα κατάλληλα σκηνοθετικά χέρια υπηρετούν τη θεατρική αυτοαναφορικότητα. Πλέον στο μικρό αυτό κατάλογο μπαίνουν και τα 39 Σκαλοπάτια.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.