Είδαμε τον άνθρωπο χωρίς όνομα

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

 

Άραγε τι είναι χειρότερο του βιολογικού θανάτου, το να ζεις έχοντας πεθάνει για όλο τον υπόλοιπο κόσμο ή το να ζεις έχοντας πεθάνει ότι αποτελούσε την πάλαι ποτέ ζωή σου; Έχει τελικά νόημα το να διεκδικήσεις μια πομφολυγώδη ζωή, που καμιά της συνιστώσα δεν έχει απομείνει ζωντανή, μια βιολογική ζωή καταδικασμένη σ’ έναν ηθικό θάνατο; Αξίζει να πασχίσει ένας συνετός και έντιμος άνθρωπος για τούτο το ύπατο διακύβευμα, που πιθανώς να αποδειχθεί κίβδηλο; Αυτά τα ερωτήματα και πολλά ακόμη θίγει στη νουβέλα του, με τίτλο “ο Στρατηγός Σαμπέρ”, ο σπουδαίος Γάλλος λογοτέχνης Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

 

 

Από εκεί που το αφήνει ο Μπαλζάκ, πιάνει το νήμα η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, έχοντας κάνει μία επιμελή ανάγνωση, κατανοεί το κείμενο, το μεταγράφει και το διασκευάζει, δημιουργώντας ένα ευχάριστο θεατρικό έργο, το οποίο εν συνεχεία διανθίζει με ευφυή ευρήματα και ατμοσφαιρικά θεατρικά εφέ. Χωρίζοντας τη σκηνή σε τρία τμήματα και με τη χρήση κατάλληλων φωτισμών έχει δημιουργήσει ένα χωρικό τρίπτυχο, στο οποίο λαμβάνουν χώρα όλα τα γεγονότα της ιστορίας. Το φασματικό αυτό σκηνικό δίνει στο θεατή την αίσθηση της εναλλαγής των τόπων δράσης και της μετακίνησης των ηρώων. Το έργο ανέβηκε αρχικά στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων και μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε, μεταφέρθηκε στο Θέατρο Αποθήκη. Η μετακίνηση αυτή μπορεί να του στέρησε λίγη απ’ τη ζεστασιά και τη γραφικότητα της προηγούμενης σκηνής, αλλά του χάρισε αρκετή ευρυχωρία
ενισχύοντας το αίσθημα των χωρικών εναλλαγών.

 

 

Εκκινώντας από ένα καλό κείμενο ως βάση, με μια ιστορία που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού ως την αυλαία, δομείται μια άρτια παράσταση που ενδύεται με λιτά, αλλά όμορφα και αρμοστά σκηνικά τα οποία επιμελήθηκε η Μαρία Φιλίππου και καλοσχεδιασμένα κοστούμια εποχής της Μαντούς Ψυχουντάκη. Κατόπιν οι αισθητικά και λειτουργικά άψογοι φωτισμοί του Αργύρη Θέου και η πρωτότυπη μουσική του Γιάννη Οικονόμου προσφέρουν την απαραίτητη ατμοσφαιρικότητα και όλα αυτά ενορχηστρώνονται από μια άρτια σκηνοθετική καθοδήγηση της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, η οποία έχει αυτό το χάρισμα, να δημιουργεί παραστάσεις τις οποίες θες να δεις ξανά και ξανά. Το εικαστικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και η αριστεία πλέον απέχει μόλις ένα βήμα και αυτό είναι οι ερμηνείες. Στη συγκυρία αυτή όμως όλα έχουν δουλέψει σωστά, με τις ερμηνείες να αποτελούν τελικά το δυνατότερο χαρτί της και ειδικά εκείνη του Θανάση Κουρλαμπά, ο οποίος κλέβει την παράσταση.

 

 

Ο Τάσος Τυρογαλάς με μια μπριόζα ερμηνεία, που ‘φωνάζει εθνικό’, δημιουργεί έναν εύθυμο χαρακτήρα, ιδανικό παρτενέρ στην ερμηνευτική αντισφαίριση που καλούνται να παίξουν με τον Ορέστη Τρίκα, ο οποίος συνδυάζει εξαιρετικά το κωμικό στοιχείο, με τη σύνεση που απαιτεί η φυσιογνωμία ενός δικηγόρου. Το δίδυμό τους χαρίζει στην παράσταση τον εύθυμο τόνο που χρειάζεται, χωρίς ποτέ να πλησιάσει τα όρια της καρικατούρας. Η διαδραστική επαφή του Τρίκα με το κοινό προσφέρει ζωντάνια και ευρυθμία. Η Έρρικα Μπίγιου καταφέρνει να αποδώσει πειστικά το σκαιό χαρακτήρα της ηρωίδας της, κρύβοντάς τον κάτω απ’ τη γοητευτική παρουσία και τη φαινομενικά αψεγάδιαστη φιγούρα μιας κυρίας του καλού κόσμου. Και για το τέλος, ο Θανάσης Κουρλαμπάς σε μια οσκαρική ερμηνεία, σ’ ένα πραγματικό ρεσιτάλ και ταυτοχρόνως σύντομο μάθημα υποκριτικής, αποδεικνύει την υποκριτική του δεινότητα και την πληθώρα εκφραστικών μέσων που διαθέτει. Όποτε τον βλέπουμε να παίζει σε έργο που έχει σκηνοθετήσει η Νικολαΐδη, ξέρουμε ότι το αποτέλεσμα θα τείνει στο απόλυτο. Κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος και έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση δύο φορές, πρόκειται για μία από τις τρεις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν.

 

περισσότερα για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/anthrwpos-xwris-onoma-apothiki/