Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Το άκουσμα και μόνο της λέξης “Ασκητική” σου προκαλεί ένα δέος, σου ασκεί μια γοητεία, σου γεννά μια επιθυμία να καταπιαστείς με το κείμενό της, να αναμετρηθείς με τις ιδέες της, να μυηθείς στη φιλοσοφία της. Όλα αυτά βέβαια δε συμβαίνουν τυχαία, το έργο αυτό αποτελεί ένα σπουδαίο φιλοσοφικό δοκίμιο, την πεμπτουσία της φιλοσοφίας, το απόσταγμα του βιοθεωρήματος του Νίκου Καζαντζάκη. Και έπειτα είναι όλα εκείνα τα στοιχεία που στα μάτια τα δικά μου και πολλών άλλων, την αναγάγουν πρωτίστως σε λυρική ποίηση, βγαλμένη θαρρείς από τις σκέψεις του Πινδάρου. Είναι εκείνη η πλαστικότητα των εικόνων του κειμένου, είναι ο λυρισμός του, που προκαλεί στον αναγνώστη τόσο έντονα συναισθήματα, είναι οι μικρές και κοφτές προτάσεις του, που το κάνουν εύρυθμο και ζωντανό σαν ποίημα.
Σκεφθείτε τώρα αυτό το κείμενο να το πάρει κάποιος στο χέρι του, μόνο να στο διαβάσει, χαρίζοντας του απλά φωνή, σ’ ένα θεατρικό αναλόγιο. Του δίνει απευθείας μιαν άλλη υπόσταση, του χαρίζει μιαν ορμητική φύση που ρέει μέσα απ’ τα λόγια του ηθοποιού. Πολλώ δε μάλλον αν εντρυφήσει σε αυτό, αν εμβαθύνει σε τέτοιο βαθμό που να κατανοήσει απολύτως το κείμενο, να νιώσει τον παλμό των λέξεων να δονούνται μαζί με το δικό του, να το κάνει κτήμα και βίωμα του. Εκεί δε μιλάμε πια για αποστήθιση, μιλάμε για εμφύσηση. Ο ηθοποιός βγαίνει στη σκηνή και ξεκινά να περιπλανιέται μονάχος στις λέξεις της Ασκητικής, χαραγμένες πια, μία προς μία, στα μονοπάτια του δικού του μυαλού, από το χέρι του Καζαντζάκη, σε μία υπερβατική αλληλεπίδραση των δύο, που χάνεται κάπου στο χωρόχρονο. Εδώ πλέον βιώνουμε μία βαθιά και σπάνια θεατρική εμπειρία, έναν επί σκηνής άθλο που θα κέρδιζε σίγουρα χρυσό μετάλλιο, αν υπήρχε ολυμπιάδα θεάτρου.
Αυτό λοιπόν ζήσαμε την Κυριακή, στο Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα. Ο Βασίλης Βασιλάκης, ένας απ’ τους τελευταίους μαθητές του Καρόλου Κουν, σκηνοθετεί και ερμηνεύει ανατριχιαστικά την Ασκητική, περίπου 15 χρόνια τώρα, αφού πρώτα τη σπούδασε, την κοίταξε κατάματα και την κατέκτησε, την έκανε φύση του. Χωρίς σκηνικά, χωρίς θεατρικά εφέ, δωρικά, όπως της πρέπει. Μόνοι παραστάτες οι λιτοί φωτισμοί του Νίκου Μαυρόπουλου, οι γλυκείς ήχοι της φυσαρμόνικας που ίδιος ο ηθοποιός παίζει ανάμεσα στα έξι της κεφάλαια και η προσωδία να χρωματίζει τη φωνή του. Μια φωνή καθαρή, στεντόρεια όταν χρειάζεται κι άλλοτε υποτονθορύζουσα, σχεδόν ικετική, μα πάντα αντάξια και σεβόμενη το βάρος των λέξεων και τον πόνο του δημιουργού τους. Η σκηνική του παρουσία εξίσου αρμόζουσα του έργου, υποβλητική, χωρίς υπερβολικές κινήσεις. Ένα απλό κοστούμι (Ενδυματολόγος: Δανάη Καββαδία) αρκεί να κοσμήσει το σώμα που στέκει ορθό και παλλόμενο σύγκορμα μυεί τους θεατές στο μεγαλειώδες έργο του Καζαντζάκη, που δε σκοπεύει άλλο έξω απ’ την αγωνία του κάποιος ακόμα, μακάρι όλοι, να βοηθήσουμε το θεό που μας έχει τόση ανάγκη, εκείνον το θεό που δεν υπάρχει έξω από εμάς, μα υπάρχει βαθιά μέσα μας… Μας καλεί να γίνουμε σωτήρες του θεού (salvatores dei).
Περισσότερα για την παράσταση εδώ.