Είδαμε την “Εντολή” στο Θέατρο Nous

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

Λένε πως την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, αυτό δε σημαίνει όμως πως η αντίπερα όχθη δεν έχει καταγράψει τη δική της εκδοχή. Λένε ακόμη πως ένας εμφύλιος πόλεμος δεν έχει νικητές, παρά μόνον ηττημένους. Η λέξη εμφύλιος ωστόσο ενέχει τη λέξη φυλή. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο πόλεμος του 1945-49 δεν ήταν εμφύλιος, αλλά ταξικός, κάτι που είναι σαφές αν σκεφτεί κανείς την εμπλοκή των Αμερικάνων, των Άγγλων και κάθε άλλου “προστάτη” αυτής της χώρας. Και κάθε ταξικός πόλεμος έχει τη νικήτρια τάξη που επιβάλλεται στην ηττημένη.

Με αυτά στο μυαλό παρακολούθησα την παράσταση “Εντολή”, που καταγράφει την ιστορία από την πλευρά των ηττημένων του ταξικού πολέμου και συγκεκριμένα από τη Διδώ Σωτηρίου, αδελφή της Έλλης Παππά. Στην “Εντολή” καταγράφονται τα γεγονότα πριν απ’ τη σύλληψη του Νίκου Μπελογιάννη, της Παππά και των άλλων συντρόφων τους, μέχρι τις εκτελέσεις των τεσσάρων εξ’ αυτών. Τα γεγονότα αυτά έχουν καταγραφεί από την Έλλη Παππά σε ιδιόχειρες επιστολές που πρωτοδημοσιεύονται στο βιβλίο της αδελφής της, το 1976.

Από εκεί, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα το νήμα πιάνει η Νάντια Δαλκυριάδου που διασκευάζει το έργο σε θεατρικό, το σκηνοθετεί και το ανεβάζει για πρώτη φορά στη σκηνή. Καταφέρνει με τη βοήθεια έξι ταλαντούχων ηθοποιών και απειροελάχιστων σκηνικών και απλών καθημερινών κοστουμιών (Γεωργία Μπούρδα) να ζωντανέψει τα γεγονότα μιας σκοτεινής και ταραγμένης περιόδου της σύγχρονης Ελλάδας, φτιάχνοντας μία παράσταση που αποτελεί ένα σύντομο μάθημα ιστορίας, χωρίς να στερείται στο ελάχιστο της δραματουργικής διάστασης. Είναι σπουδαίο το πως καταφέρνει να διατηρήσει τη μπρεχτική αποστασιοποίηση, που απαιτεί η εξιστόρηση ιστορικών γεγονότων, παρά τη φόρτιση που αυτά προκαλούν στο αίσθημα καθενός σκεπτόμενου και ανήσυχου ανθρώπου.

Η ερμηνευτική δεινότητα των ηθοποιών (Ξένια Αλεξίου, Ειρήνη Αμπουμόγλι, Άρης Μπαταγιάννης, Σταύρος Μόσχης, Ήρα Ρόκου/Δώρα Χάγιου (διπλή διανομή), Δημήτρης Χατζημιχαηλίδης) γίνεται σαφής κυρίως στα σημεία που οι ήρωες συντρίβονται -χωρίς να συνθλιβούν- υπό το βάρος των καταιγιστικών γεγονότων. Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός των πολλαπλών διαφορετικών ρόλων που καλούνται να ερμηνεύσουν, αλλάζοντας παράλληλα διαθέσεις και ψυχικές εντάσεις, ανάλογα με τον χαρακτήρα που υποδύονται, σ’ ένα μεγάλο εύρος που εκτείνεται απ΄ την ευφορία και τους χορούς των ερώτων (μουσική: Οδυσσέας Γκάλιος, χορογραφία: Μαρίνα Μαυρογένη και Μαριάννα Σολωμονίδου), ως τον οδυρμό και το κλάμα της απόγνωσης και της απόλυτης θλίψης.  Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός πως με ελάχιστες ξύλινες και επί της ουσίας άμορφες ιδιοκατασκευές, που όμως χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως με περισσή μαεστρία, η σκηνοθέτις, με την αρωγή των δύο βοηθών της (Μαρία Απατσίδου και Ελένη Παναγιωτακοπούλου) καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ευρύ χωροχρονικό φάσμα που εδράζεται μόνο σε φωτισμούς και περιγραφές. Απ’ το σκοτεινό κελί της απομόνωσης, ως το δάσος του στρατοπέδου στου Γουδή και απ΄ το σπιτάκι της οδού Πλαπούτα ως τις δικαστικές αίθουσες του Αρσακείου Μεγάρου. Όλα ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια των θεατών.

Συμπερασματικά, η παράσταση καταφέρνει να διδάξει και να υπενθυμίσει όλα αυτά που τα βιβλία της αστικής ιστορίας αποσιωπούν επιμελώς, σε μία ύστατη προσπάθεια επαγρύπνησης, αναγκαία μέσα σε μία περίοδο πολύπλευρα (προ)πολεμική. Αναδεικνύει περίτρανα το ρόλο που καλείται να παίξει το στρατευμένο θέατρο, συμβάλλοντας απ’ το δικό του μετερίζι στον αγώνα προς “το μεγάλο, το ωραίο, το συγκλονιστικό”, ακριβώς όπως μας το περιέγραψε ο ίδιος ο Νίκος Μπελογιάννης με τα λόγια αυτά σ’ ένα απ’ τα τελευταία ιδιόχειρα σημειώματά του. Την παράσταση δεν πρέπει να τη δούμε. Οφείλουμε να τη δούμε. Το οφείλουμε σε εκείνους, σε εμάς και στις επόμενες γενιές.

Περισσότερα για την παράσταση εδώ.