Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Η πρώτη επαφή με κάθε θεατρική παράσταση ξεκινά απ’ τον τίτλο της. “Η μάνα αυτουνού…” Ποιανού; Ποιός είναι αυτός; Δεν έχει όνομα; Ούτε εκείνη; Και οι δύο έχουν. Έλλη Ζάχου-Ταχτσή. Η μάνα του Κώστα, του σπουδαίου λογοτέχνη, αναγνωρισμένος πια στα μάτια της κοινωνίας που άλλοτε τον δίκαζε, τον ατίμαζε, τον οικτιρούσε. Ο λόγος; Η διαφορετικότητα, ο απροσποίητος και αναπόδραστος αντικομφορμισμός του. Αυτά αρκούσαν για να στερήσουν το όνομα και την τιμή από έναν άνθρωπο. Εκείνη; Για πολλά χρόνια εξίσου αόρατη, ανύπαρκτη στην ίδια κοινωνία, που τοποθετεί τη γυναίκα στο περιθώριο της ύπαρξης, αναγκαίο κακό, όντας ηδονική και αναπαραγωγική μηχανή.
Η Έλλη Ζάχου όμως δε χωρούσε στο ρόλο της, δεν άντεχε στο κοινωνικό κελί της. Ήταν μια γυναίκα δυναμική, γεμάτη όνειρα, γεμάτη αγάπη και πάθος για έρωτα, για ζωή. Τα διεκδίκησε, τα έζησε, τα πλήρωσε ακριβά, δέχθηκε και υπέμεινε στωικά τα παραφερνάλια των επιλογών της. Μηδένισε και ξανάρχισε, όχι μία, πολλές φορές. Στην πορεία έγινε και Ταχτσή. Και αργότερα μάνα, της Ελπίδας αλλά και του Κώστα, η μάνα αυτουνού… Αυτά και πολλά ακόμα μας διηγείται η Κική Μαυρίδου στο συνταρακτικό και χειμαρρώδες κείμενό της που ξεχειλίζει από λυρισμό και σκιαγραφεί επιμελώς το πορτραίτο μιας γυναίκας, μιας μάνας, την οποία τοποθετεί στο επίκεντρο και ξεκινά να την πλαισιώνει, δημιουργώντας τελικά μια οικογενειακή φωτογραφία, που μια ματιά αρκεί για να μας περιγράψει το πως έζησε η μικροαστική σύγχρονη Ελλάδα.
Ένα δωρικό σκηνικό, στο δάπεδο ένα περσικό χαλί να γεμίζει με ανατολίτικα αρώματα την αίθουσα και πάνω του μια ξύλινη κασέλα γεμάτη ξεθωριασμένες θύμησες που ξεπηδούν ξανά στο φως, έχοντας για κανάλι τους το σώμα και τη φωνή της Ράνιας Σχίζα. Εκείνη ατμοσφαιρικά φωτισμένη στο κέντρο, φορώντας ένα όμορφο φουστάνι, ίσως μεταξωτό, σίγουρα αρχοντικό, φτιαγμένο απ’ τα χέρια της Ειρήνης Αβζίδου. Ο Γιώργος Λιντζέρης επιμελείται και υπογράφει το σκηνικό και το κοστούμι, με το αισθητικό αποτέλεσμα να αγκαλιάζεται και να φωτίζεται αρμοστά απ’ το Βαγγέλη Μούντριχα. Εξίσου λιτή και η σκηνοθετική καθοδήγηση του Βαγγέλη Λάσκαρη, διακριτική μα αισθητή, συνδράμει στην ανάδειξη του κειμένου και στη δημιουργία του απαραίτητου κλίματος που θα εξυπηρετήσει το λυρικό χαρακτήρα του έργου, προφορτίζοντας το θυμικό του κοινού. Αρωγός όλων η πρωτότυπη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη που ντύνει με μελωδίες τα λόγια και τις εικόνες, συμπληρώνοντας το αισθητικό μωσαϊκό.
Αποκορύφωμα όλων; Η καθηλωτική ερμηνεία, η σπαρακτική αφήγηση της Ράνιας Σχίζα, που με μια ατελεύτητη φαρέτρα εκφραστικών μέσων αποδεικνύει περίτρανα την υποκριτική της δεινότητα, την πλαστικότητά της, το ερμηνευτικό της εύρος. Ένα σύντομο μάθημα υποκριτικής, ένα θεατρικό ορόσημο στην ιστορία των μονολόγων, μια επί σκηνής κατάθεση ψυχής. Καθόλου τυχαίο πως το έργο έχει αγκαλιαστεί από κοινό και κριτικούς, αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια, από την πρώτη κιόλας στιγμή που ανέβηκε, πριν τρία χρόνια, με τα εισιτήριά του να είναι διαρκώς από τα πλέον δυσεύρετα. Το δε χειροκρότημα διαρκείας που ακολουθεί σε κάθε του φινάλε αποτυπώνει έμπρακτα την αξία του. Ο καταιγιστικός ρυθμός του, η εναλλαγή των συναισθημάτων, οι γλυκόπικρες επιγεύσεις που αφήνει χαράζουν τη μνήμη και κάνουν την παράσταση να μένει ανεξίτηλη. Μια αξιόλογη θεατρική συγκυρία, πραγματική μέθεξη που πρέπει να βιώσουν όσοι αγαπούν την έκτη τέχνη.
Περισσότερα για την παράσταση εδώ.