Είδαμε την πύλη της κόλασης

Το Παλκοσένικο παρακουλούθησε την “Πύλη της Κόλασης” του Γιάννη Καλαβριανού στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

Απ’ το “φιλί” του Κλιμτ, ως το “έρως και ψυχή” του Κανόβα και απ’ το “φιλί” του Λωτρέκ ως εκείνο του Ροντέν, η τέχνη λατρεύει να απαθανατίζει τον έρωτα και να τον παραδίδει στα χέρια της άφθαρτης αιωνιότητας. Η τέχνη εξυμνεί τον έρωτα, μα και εκπορεύεται από αυτόν. Είναι δύο έννοιες διηνεκώς αλληλένδετες, καταδικασμένες σε έναν άχρονο και άχωρο εναγκαλισμό. Ο Γιάννης Καλαβριανός αφορμάται από έναν πίνακα ζωγραφικής του Καμπανέλ και ένα γλυπτό του Ροντέν και ξεκινά να φιλοτεχνεί τη δική του “πύλη της κόλασης”, εκείνη που περνούν όλοι οι καταδικασμένοι εραστές ατελέσφορων ερώτων, εκείνη που διέβησαν κάποτε ο ίδιος ο Ροντέν και η Καμίλ Κλοντέλ και χρόνια νωρίτερα ο Πάολο Μαλατέστα και η Φραντσέσκα ντα Ρίμινι. Εκείνη που οδηγεί στο καπνισμένο λημέρι όσων δεν καταδέχτηκαν μιαν άοσμη ζωή, όσων δε βολεύτηκαν στη αναμάρτητη μιζέρια, όσων δεν άντεξαν την καταδίκη στην απάθεια, αλλά προτίμησαν να παραδοθούν στη μέθη της παθιασμένης ζήσης.

 

Η “πύλη της κόλασης” ξεφεύγει από τα όρια της θεατρικής παράστασης και ταξιδεύει στις τέχνες εμφιλοχωρώντας στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στη μουσική, σε κάθε υψιπετή έκφραση των ανθρωπίνων αισθημάτων. Ο Καλαβριανός δανείζεται τα σώματα τεσσάρων εξαιρετικά ταλαντούχων ηθοποιών, των Χριστίνας Μαξούρη, Λυγερής Μητροπούλου, Γιώργου Γλάστρα και Κωνσταντίνου Ζωγράφου, για να εμφυσήσει μέσα τους τις ψυχές τεσσάρων ανθρώπων βασανισμένων από το μικρό, φτερωτό, σκανδαλιάρη θεό και δημιουργεί ένα περίτεχνο και ολοζώντανο γλυπτό, μια πρωτοφανή και ανεπανάληπτη εικαστική δημιουργία. Στη σκηνή ξετυλίγεται το άυλο κουβάρι που κατάφερε να τους δέσει σφιχτά παρά την ανυπαρξία του και ξεχύνονται χιλιάδες χρώματα μέσα απ’ το λεκιασμένο λευκό του μαρμάρου. Τα σκηνικά της Μαρίας Καραθάνου λιτά, γεωμετρικά, σκληρά και ψυχρά σαν την ασμίλευτη πέτρα και σε απόλυτη αρμονία με τα ολόλευκα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα που κάνουν τους ανθρώπους να φαντάζουν μαρμάρινοι.

 

Όλοι έχουμε νιώσει κάποτε πορτραίτα να μας κοιτούν, πίνακες ζωγραφικής να ζωντανεύουν, αγάλματα να ξυπνούν από τη λίθινη λήθη τους και να κινούνται. Αυτό το συναίσθημα κυριαρχεί από τη στιγμή που μπαίνεις στην αίθουσα της Κεντρικής Σκηνής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Οι ηθοποιοί όντας ήδη επί σκηνής, σε πλήρη ακινησία, φαντάζουν αγάλματα και μόλις το κοινό καθίσει και τα φώτα της πλατείας σβήσουν, απότομα όλα παίρνουν πνοή και ζωντανεύουν. Ξεκινούν να κινούνται από βάθρο σε βάθρο με μία κίνηση αργή, άκρως απόκοσμη, οριακά μεταφυσική που θυμίζει πόζες γλυπτών. Είναι εμφανής η σπουδή με την οποία επιμελήθηκε κινησιολογικά την παράσταση η Μαριάννα Καβαλλιεράτου. Μα το συνταρακτικό αυτό θέαμα δεν αρκείται σε αυτά, έρχονται οι τόσο ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου, οι ηχητικοί σχεδιασμοί του Κώστα Μπόκου, με τη μαγική επιλογή της εγγύτητας στα μικρόφωνα να κάνουν τις φωνές επιβλητικές και εξώκοσμες και βέβαια οι μουσικές του Θοδωρή Οικονόμου για να προσθέσουν τις δικές τους πινελιές στο θεατρικό καμβά του Καλαβριανού.

 

Η σκηνοθεσία του μαεστρική, εύρυθμη, καλοκουρδισμένη σαν χορογραφία. Επιτυγχάνει την αρμονική συναρμογή με το τόσο καλογραμμένο του κείμενο. Ένα κείμενο λυρικό, σαγηνευτικό και καθηλωτικό ως το τέλος. Θα πει κανείς πως είναι ευκολότερο να γράφεις και να σκηνοθετείς ταυτόχρονα, γιατί το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό που έχεις οραματιστεί. Πιθανώς και να είναι όντως ένα πλεονέκτημα, ίσως όμως να είναι και δυσκολότερο, καθώς η δεύτερη ματιά σε βοηθάει να ξεφύγεις απ’ τους δαίμονές σου. Αυτό το ρόλο όμως ανέλαβε η Αλεξία Μπεζίκη, βοηθώντας στη σκηνοθεσία. Το αποτέλεσμα πάντως τους δικαίωσε, όπως και την επιλογή εκατοντάδων ως τώρα θεατών να την παρακολουθήσουν. Αξίζει μια επιπλέον αναφορά στη υποβλητική φωνή του Γλάστρα, στη δεινότητα της Μαξούρη, στην πλαστικότητα της Λυγερής Μητροπούλου, στη σωματικότητα του Κωνσταντίνου Ζωγράφου και βέβαια στην “από μηχανής θεά”, Λυδία Φωτοπούλου, που ωσεί παρούσα στην αρχή και στο φινάλε της παράστασης, μέσω βιντεοπροβολής, συνεισφέρει στο έργο μια ανώτερη παρουσία, ίσως της μνήμης, ίσως της ιστορίας ίσως της ίδιας της ζωής . Όσον αφορά σ’ εμάς, την κατατάσσουμε ξεκάθαρα στις κορυφαίες παραστάσεις της χρονιάς και σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα!

περισσότερα για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/i-pyli-tis-kolasis-theatro-neoy-kosmoy/