Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Παρακολουθώντας την παράσταση “Ήταν όλοι τους παιδιά μου” στο θέατρο Αλκυονίς, το μυαλό μου επέστρεφε διαρκώς στον αριστοτελικό ορισμό της αρχαίας τραγωδίας και αναλύοντάς τον επί μέρους αναρωτιόμουν κατά πόσο εμπίπτει το συγκεκριμένο έργο στις προδιαγραφές αυτού. Το αριστούργημα του Μίλλερ εκκινεί -όπως συνηθίζει ο Αμερικανός συγγραφέας- από ένα αληθινό γεγονός που απασχόλησε τον τύπο της εποχής και μεταφέρει στη σκηνή πράξεις ανθρώπων που διεγείρουν καθ’ όλη τη διάρκεια ψυχικά πάθη, τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ του φόβου, του θυμού, της οργής, της λύπης, της συμπόνιας. Είναι λοιπόν απαραίτητο το κοινό να καθαίρεται από την ένταση και το άγχος που του προκαλούν οι ψυχικές αυτές μεταπτώσεις, αυτή είναι η ανάγκη που μας ωθεί προς την κάθαρση. Το φινάλε όμως του έργου σου αφήνει μια γλυκόπικρη επίγευση και εκεί ακριβώς έγκειται η όλη αρχική μου αναρώτηση, αν όντως περαίνεται κάθαρσις.
Γιατί τα συναισθήματα που γεννώνται μέχρι να πέσει η αυλαία είναι πολλά και αντίρροπα. Δένεσαι με τους πρωταγωνιστές και συμπάσχεις μαζί τους. Και πώς να μην συμπονέσει κανείς τους θύτες όταν αυτοί ενσαρκώνονται απ΄την Άννα Μάσχα και το Γιώργο Γάλλο; Πώς να μην συγκλονιστεί όταν συντρίβονται ανατριχιαστικά επί σκηνής, μπροστά στα μάτια του, προκαλώντας του σύγκορμα ρίγη; Πώς να μείνει ασυγκίνητος παρακολουθώντας, πράξη την πράξη, να κορυφώνεται το δράμα τους ως την ολοκληρωτική διάλυσή τους. Πώς να μη θυμώσει και να μην αγανακτήσει από τις πράξεις τους, όταν εξαπολύει το δριμύ κατηγορώ του ο εκπληκτικός Δημήτρης Σέρφας; (Και όταν λέω εκπληκτικός, χρησιμοποιώ και κυριολεκτικά τη λέξη, καθώς αποτέλεσε για μένα την έκπληξη της βραδιάς.) Πώς να μην λυπηθεί κανείς για τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, όταν πασχίζει ολοφάνερα να κρατηθεί από τη σαρωτική ερείπωση ολόκληρης της ζωής του, τη συθέμελη κατάρρευση ολόκληρου του κόσμου του; Διαλυμένες ζωές στο βωμό των καπιταλιστικών κερδών και των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Ένας αδηφάγος καπιταλιστικός Λεβιάθαν που καταπίνει στο πέρασμα του ήθη και συνειδήσεις. Οι θύτες γίνονται συνάμα θύματα και τα θύματα μετουσιώνονται μέσω της ανοχής και της συναίνεσής τους σε θύτες, σε μία σύγχρονη τραγωδία που η κάθαρση δε θα έρθει ποτέ, αν δεν ξεριζωθεί το κακό από τη ρίζα του.
Οι καθηλωτικές ερμηνείες των Άννα Μάσχα, Γιώργου Γάλλου, Κωνσταντίνου Μπιμπή και Λίλας Μπακλέση συνοδεύτηκαν ιδανικά από τις εξαιρετικές ερμηνείες, των πρωτοεμφανιζόμενων στο σανίδι και κατά τα φαινόμενα πολλά υποσχόμενων, Άννας Λουιζίδη και Δημήτρη Σέρφα. Όπως προανέφερα ήδη, ο δεύτερος αποτέλεσε για μένα την έκπληξη της βραδιάς και στο πρόσωπό του διέκρινα πιθανώς τον επόμενο κάτοχο του βραβείου Χορν. Η δε Άννα Λουιζίδη, έχοντας ήδη καταθέσει τα διαπιστευτήριά της επί των τηλεοπτικών studios, αποδεικνύει και επί του παλκοσένικου τις υψηλές υποκριτικές της ικανότητες, χαρίζοντας μας ελπίδες για το θεατρικό μέλλον, μαζί με το Σέρφα και όλα τα υπόλοιπα εξαιρετικά νέα παιδιά, που έχει αναδείξει το ελληνικό θέατρο. Και πρέπει κλείνοντας να σημειώσω κάτι ακόμα, το χάρισμα που διαθέτει η Άννα Μάσχα, αυτή την έμφυτη αίσθηση της προσωδίας με τις εναλλαγές των συναισθημάτων της να συμβαίνουν ακόμα και μέσα στην ίδια λέξη.
Και όλα αυτά πλαισιωμένα απ’ τη διασκευή του κειμένου, τη σκηνοθετική δουλειά και τους φωτισμούς του Γιώργου Νανούρη. Έχει αφουγκραστεί το έργο και έτσι επιτυγχάνει να στήνει σκηνές που το κρεσέντο της οξύτητας τους καταφέρνει να μην ολισθήσει στο μελοδραματισμό. Η συνεισφορά του γίνεται αντιληπτή απ´ τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα της παράστασης. Αμέσως μόλις τα φώτα της πλατείας χαμηλώσουν, το κοινό παραδίδεται γλυκά στη σαγηνευτική ατμοσφαιρικότητα που έχει επιμεληθεί με σπουδή ο σκηνοθέτης. Έχει αυτή την ικανότητα ο Νανούρης, με ελάχιστα πάντα μέσα και χωρίς υπερβολές ή καταιγιστικούς ρυθμούς, να δημιουργεί κάτι παραπάνω από σκηνικά, να δημιουργεί ολόκληρους κόσμους που συνεπαίρνουν ηθοποιούς και θεατές. Και όλα αυτά έχοντας στη φαρέτρα του λίγο καπνό, μερικά ηχητικά εφέ και βέβαια το φως, υποταγμένο πάντοτε στην υπηρεσία του, τιθασεμένο απ’ το αόρατο σκηνοθετικό του φλάουτο. Απ’ την Κατερίνα, ως τον Αίαντα, απ’ την Ιφιγένεια ως το Γυάλινο Κόσμο και απ’ το Ήταν όλοι τους παιδιά μου ως το Θάνατο του Εμποράκου, έχει κατακτήσει πια επάξια, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τον τίτλο του Γητευτή του Φωτός. Όσον αφορά τα σκηνικά, οι περιγραφές και οι σκηνικές απαιτήσεις του ίδιου του συγγραφέα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια απόκλισης από το αίθριο μιας αυλής ενός εύπορου σπιτιού της αμερικανικής επαρχίας. Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη αποδίδουν επακριβώς, με απλές κατασκευές και κοινά καθημερινά αντικείμενα, τον περιβάλλοντα χώρο δράσης των ηρώων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη. Άλλωστε με σύμμαχο την απλότητα, η παράσταση καταφέρνει αυτό που ο Μίλλερ θέτει πάντα στο επίκεντρο, το να φωτιστούν όλες οι πτυχές των ηρώων και των γεγονότων που επιλέγει να μας αφηγηθεί.