Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Τρεις γοητευτικές κυρίες, ντυμένες με ολόλευκα φορέματα και κόκκινες γόβες, στέκουν στην είσοδο μιας μελαγχολικής μπουάτ, που θα μπορούσε να λέγεται “Καζαμπλάνκα” και μας υποδέχονται μ’ ένα μειλίχιο και σαγηνευτικό χαμόγελο. Μόλις η πόρτα πίσω μας κλείσει το πρόγραμμα ξεκινά, κυματώδες, γλυκόπικρο, μελαγχολικό. Μαζί του ξεκινά και μια δύσβατη κατάβαση στο έρεβος του ψυχισμού της ηρωίδας (του έργου αλλά και της ζωής). Αυτή την κατάβαση θα την επιχειρήσουμε όλοι μαζί. Οι τρεις γυναίκες θα πιάσουν τη μιαν άκρη του σχοινιού και θα προπορευτούν για να μας δείξουν το δρόμο και ξωπίσω τους εμείς να κρατούμε σφιχτά το σχοινί και πόντο-πόντο να φτάσουμε μαζί στον πάτο της αβύσσου. Μα τότε, είναι πλέον αναπόδραστο το να γενεί η πορεία ανοδική, μια ακόμη δυσκολότερη ανάβαση, μα τώρα με το μπούσουλα να δείχνει προς το φως. Δεν είναι εύκολο να ατενίζεις την ασθένεια με θάρρος, χαμόγελο και αισιοδοξία. Δεν είναι απλό να είσαι ευπροσήγορη μετά από ένα βιασμό.
Η Όλγα Στέφου αυτοβιογραφείται και αυτοψυχογραφείται βάζοντας το μαχαίρι βαθιά, τόσο στο δικό της καταπονημένο σαρκίο, όσο και σε ολόκληρης της κοινωνίας, σε μια ιστορία που τα όρια του ατομικού και του συλλογικού ξεθωριάζουν και σβήνουν, σε μια ιστορία που σίγουρα θα χαλάσει τη διάθεση όσων ακόμα το είναι τους πάλλεται και δεν έχει πέσει σε ωχαδερφιστικό λήθαργο. Η Άννα Χατζησοφιά σκηνοθετεί την παράσταση με μαεστρία και υψηλή αισθητική και καταθέτει τα διαπιστευτήριά της και επί του παλκοσένικου, υπογράφοντας πάντα κάτω απ’ τη λέξη “ποιότητα”. Με την πολυετή πείρα της και την πολύτιμη αρωγή της Θεοδώρας Τσάμη, έχουν φτιάξει ένα έργο με εύρυθμο τέμπο που κυλάει ευχάριστα, παρά τη θυμική φόρτιση και το βάρος των γεγονότων που περιγράφει, έχοντας φροντίσει μάλιστα με μερικές πινελιές χιούμορ σε τακτά χρονικά διαστήματα, να ανοίγουν οι προστατευτικές βαλβίδες εκτόνωσης του κοινού. Έχουν αποφύγει καθετί περιττό και πομπώδες, όλα αρκούνται στο να είναι δωρικά και μεστά, από τις ερμηνείες, μέχρι τα κοστούμια και κατάλευκα, γεωμετρικά και πολυχρηστικά σκηνικά της Λαμπρινής Καρδαρά. Στον ίδιο τόνο οι φωτισμοί του Διονύση Γαγάτσου και η κινησιολογία της Φαίδρας Νταϊόγλου, μικρές κινήσεις, αργές και προσεκτικά μελετημένες θαρρείς ακριβώς για τη μεσαία σκηνή του Αλκμήνη.
Όσο για τις τρεις υπέροχες κυρίες επί σκηνής, ίσως να είναι οι μοίρες που σημάδεψαν το βίο της συγγραφέως, ίσως πάλι να είναι μία γυναίκα τρισυπόστατη, γιατί έχει ήδη ζήσει τρεις ζωές ως τα τώρα. Τι σημασία έχει; Σημασία έχουν μόνο οι καθηλωτικές τους ερμηνείες. Καθεμιά τους προσφέρει απλόχερα στη σκηνή τα εκφραστικά της μέσα και ότι άλλο κουβαλάει στη δική της φαρέτρα, τη φρεσκάδα, τη στιβαρότητα, την εμπειρία, την τρυφερότητα, τη φυσικότητα, την ωριμότητα. Όλα μαζί μπλέκονται αγαστά και παράγουν ένα υπέροχο εικαστικό αποτέλεσμα, που ακροβατεί μεταξύ του εγκεφαλικού και του λυρικού θεάτρου. Η Ιφιγένεια Καραμήτρου, η Τζίνη Παπαδοπούλου και η Ελένη Φίλιππα ερμηνεύουν εναλλάξ, πλέκοντας ένα γαϊτανάκι που οι κορδέλες του χαρίζουν χρώμα στα δεινά που υπέμεινε στωικά η ηρωίδα, στα δεινά που υπομένουν τόσες και τόσες γυναίκες εκεί έξω. Μια παράσταση που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον από την αφίσα ακόμα, που σχεδίασε ο Γιώργος Γαλίτης. Μια παράσταση που αποπνέει άρωμα γυναίκας. Μα πάνω απ’ όλα μια παράσταση που σίγουρα αξίζει να παρακολουθήσετε!
περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.