Είδαμε το “Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου”

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

Είδαμε το “Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου” στο Studio Μαυρομιχάλη. Παραστάσεις σαν αυτή είναι χρήσιμο να ανεβαίνουν, ειδικά σε περιόδους μεσοπολεμικές, όπως αυτή στην οποία ζούμε τώρα, με τις ενδοκαπιταλιστικές διαμάχες να εντείνονται και τις ταξικές αντιθέσεις να οξύνονται. Κείμενα σαν αυτό είναι χρήσιμο να γράφονται, για να θυμίζουν σε όλους πως ο φασισμός είναι ένα ακόμη αιχμηρό βέλος στην καπιταλιστική φαρέτρα, πάντοτε πρόθυμο και έτοιμο να υπηρετήσει τους εντολείς του και να τρυπήσει αθώες και άμαχες σάρκες, με μοναδικό του στόχο να εξυπηρετήσει το μεγάλο κεφάλαιο. Δεν είναι τυχαίο που κάθε καπιταλιστική κρίση ακολουθείται από παγκόσμια άνοδο της ακροδεξιάς και πάντοτε υπό την αιγίδα και την ευγενική χορηγία των κεφαλαιοκρατών, όπως ο γκαιμπελίσκος, Έλον Μάσκ.

Ο Τριαρίδης γράφει ένα επίκαιρο κείμενο, με αφορμή το περσινό πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου, λίγες μέρες αφού συνέβη. Όπως ο ίδιος μας λέει: “το θέατρο πρέπει να έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος και να μιλάει για τα εγκλήματα την ώρα που γίνονται, όχι να περιμένει να περάσουν δεκαετίες για να τοποθετηθεί εκ του ασφαλούς”. Και ως εδώ συμφωνούμε απόλυτα. Η μόνη διαφωνία του γράφοντος είναι πως δεν αρκεί μόνο η καταγραφή των γεγονότων. Πρέπει να υπάρχει και ένα πολιτικό πρόταγμα, που κατά τη γνώμη μου απουσιάζει από το κείμενο και επαφίεται στο σκεπτικό του καθενός. Φαίνεται πως σκοπός του συγγραφέα είναι να δοκιμάσει και να ευαισθητοποιήσει τα αντανακλαστικά μας, με σκοπό να αναγνωρίζουμε το φασισμό, ασχέτως των προσωπείων του. Αυτά αποτελούν τροφή για σκέψη.

Συνοψίζοντας λοιπόν, αξίζει και πρέπει να δείτε την παράσταση αυτή, η οποία εύστοχα θίγει ζητήματα όπως η ιστορική μνήμη, ο φασισμός, το μεταναστευτικό και η επαναπροώθηση προσφύγων, η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού κλπ. Και πάμε τώρα σε πιο καλλιτεχνικά ζητήματα. Το κείμενο του Τριαρίδη, είναι σαφώς επηρεασμένο από το στυλ γραφής του Όργουελ (ιδίως στο 1984), αλλά διατηρεί και ένα ύφος έντονα μπρεχτικό, αποστασιοποιώντας το θεατή από τους χαρακτήρες του, τους οποίους τοποθετεί στο επίκεντρο, τους μετατρέπει σε καρικατούρα και τους γελοιοποιεί, ξεγυμνώνοντας την αλήθεια, που επιμελώς φτιασιδώνουν για να κρυφτεί το πραγματικό της πρόσωπο. Εκκινώντας από τον ίδιο το Χίτλερ, καταπιάνεται με τις διαχρονικές εκφάνσεις του φασισμού και καταλήγει σε ένα δυστοπικό παρόν ή ίσως εγγύς μέλλον. Κατασκευάζει μια επίκαιρη και “παράλογη” φαρσοκωμωδία, που βαδίζει σε μια νοητή συνέχεια από τους πρωτομάστορες του παραλόγου Μπέκετ, Ιονέσκο, Πιραντέλο και φτάνει στο σήμερα.

Δύο νέοι ηθοποιοί, οι Νίκος Μαρνάς και Γιώργος Γκιόκας, φρέσκοι απόφοιτοι της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν, αποφασίζουν να παραστήσουν για πρώτη φορά το έργο του Τριαρίδη, το σκηνοθετούν, ερμηνεύουν και μας δείχνουν επί σκηνής το τι δύνανται να κάνουν οι “θεατροτεχνίτες”. Ξεκινώντας από ένα απόκοσμο καλωσόρισμα που ξεκινά ήδη από την ταξιθεσία, η παράσταση διατηρεί ένα ομιχλώδες -στα όρια του αποπνικτικού- περιβάλλον ως το χειροκρότημα, υποβάλλοντας το κοινό σε μια πηγαία αποστροφή των όσων λαμβάνουν χώρα στο (όχι και τόσο) φανταστικό σύμπαν του έργου. Ο ρυθμός της παράστασης είναι ζωντανός και καταιγιστικός από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή, αδιάψευστος μάρτυρας της νεότητος και της όρεξης των συντελεστών. Στη συντροφιά των δύο ηθοποιών, υπάρχουν δύο ακόμη, εξίσου νέοι και ταλαντούχοι, οι Λεωνίδας Μπακάλης και Νίκος Στεργιώτης. Με έντονη πλαστικότητα και σαφείς υποκριτικές ικανότητες φτιάχνουν μια καλοστημένη παράσταση. Αξίζει να σημειωθεί ξεχωριστά η πραγματικά εξαιρετική κίνηση του Γιώργου Γκιόκα, ο οποίος παρά το βουβό του ρόλο και την ολόσωμη φόρμα, σε συνδυασμό με την αντιασφυξιογόνο μάσκα, που φοράει καθ’ όλη τη διάρκεια, ξεχωρίζει και συμβάλλει καθοριστικά στο δυστοπικό της χαρακτήρα της παράστασης . Στην όλη ατμόσφαιρα προσφέρουν τα μέγιστα τα αρμοστά σκηνικά και κοστούμια της Ηρώς Παρδαβέλλα, η μουσική του Οδυσσέα Τσούβαλη και οι φωτισμοί της Κατερίνας-Μαρίας Σαλταούρα.

Συνολικά πρόκειται για μία πολύ καλή παράσταση, με ερμηνείες αρκούντως πειστικές, αν και με κάποια σημεία υπερβολής, τα οποία χωρίς να υποβαθμίζουν ιδιαίτερα το αισθητικό αποτέλεσμα, γίνονται αντιληπτά και πιθανώς οφείλονται στη σκηνοθετική απόδοση της φαρσοκωμωδίας. Σε κάθε περίπτωση συγχωρούνται σε ανθρώπους των οποίων η πρώτη τους επαγγελματική, ερμηνευτικά και σκηνοθετικά, δουλειά φτάνει συνολικά σε τόσο υψηλό επίπεδο. Επίσης αχρείαστες μοιάζουν να είναι κάποιες ανούσιες βωμολοχίες στο κείμενο, όχι από πλευράς σεμνοτυφίας και μημουαπτισμού, αλλά διότι εκβιάζουν το γέλιο του κοινού διασκεδάζοντας το (δηλαδή ‘διασκορπίζοντας το’ εκ του δια+σκεδάζω). Ο “διασκορπισμός” αυτός του κοινού δε βοηθά καθόλου στην εστίαση επί του τόσο κρισίμου ζητήματος που πραγματεύεται το έργο, με κίνδυνο τελικά να χαθεί η ουσία του.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.