Είδαμε το Βαρόνο “Φ” Φιάκα

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

 

Είναι αυτές οι τόσο ευτυχείς συγκυρίες, που συμβαίνουν σπάνια, μα όταν συμβούν το αντιλαμβάνεσαι απ΄ το πρώτο κιόλας λεπτό της παράστασης και έπειτα παραδίδεσαι γλυκά στο δραματουργικό τους ξελόγιασμα και πριν προλάβεις να το καταλάβεις σε μεθούν με τα θεατρινίστικα τερτίπια τους. Είναι εκείνες οι παραστάσεις, στις οποίες όλα έχουν πάει τέλεια! Και για να κάνω το συλλογισμό μου πιο παραγωγικό, μιλώ για το Βαρόνο “Φ” – Φιάκα του Δημοσθένη Μισιτζή, σε διασκευή και σκηνοθεσία των Γιωργή Τσουρή και Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου, που είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε χθες στο Θέατρο (πλέον) Πτι-Παλαί. Και εδώ οφείλω να κάνω μια παράβαση, καθώς η χαρά ήταν διπλή, διότι μετά από αρκετό καιρό απουσίας, το Πτι-Παλαί επέστρεψε στις ζωές μας (ειδικά όσων κατοικούμε στην περιοχή) και ξανάνοιξε τις πόρτες  του, όχι ως σούπερ-μάρκετ ως είθισται, αλλά ως είχε και μάλιστα ακόμη καλύτερο, ανακτώντας την παλιά του λάμψη και υπηρετώντας ξανά την τέχνη, όχι πια την έβδομη, αλλά (ακόμα καλύτερα) την έκτη.

 

Ας επιστρέψουμε όμως στον Φιάκα. Πρόκειται για ένα δίπρακτο σατιρικό ηθογράφημα του Μισιτζή, χαρακτηριστικό δείγμα του θεάτρου της εποχής, που πρωτοπαραστάθηκε στα 1870 και καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας, που κατοικούσε την εποχή εκείνη στην Κωνσταντινούπολη. Οι εκεί αστοί συμπατριώτες μας εμφανίζονται ξενομανείς και τιτλομανείς, έντονα παραδόπιστοι και μάλιστα έτοιμοι να κάνουν ότι χρειαστεί για να αποκτήσουν χρήματα, σε σημείο που ο αριβισμός τους τους κάνει να αναζητούν ένα πλούσιο ταίρι για να τους προικίσει. Ένας άγουρος ελληνισμός, που μόλις έχει ξεκινήσει να φορά τα φράγκικα ρούχα και προσπαθώντας να αφήσει πίσω του το ραγιαδισμό βαδίζει δυτικότερα, χωρίς να γνωρίζει όμως το δρόμο. Ο λόγος του Μισιτζή διακρίνεται από σπιρτάδα και ευελιξία, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα αποπνέει η τόσο προσεκτική διαφοροποίηση των ηρώων του έργου, αλλάζοντας τη γλώσσα και τη συμπεριφορά του καθενός, σύμφωνα με το προφίλ του.

 

Το έργο αποτελεί ένα πολύ καλό θεμέλιο για να οικοδομήσει κανείς πάνω του μια ωραία λαϊκή κωμωδία. Και κάπου εκεί συντελείται το θαύμα, καθώς το κείμενο πέφτει στα χέρια ενός αχτύπητου διδύμου, (Τσουρής – Χρυσανθόπουλος) διασκευάζεται εντόνως, φρεσκάρεται περιτέχνως και σκηνοθετείται ευρύθμως! Το αποτέλεσμα; Μεθυστικό! Μια παράσταση μπριόζα και σκερτσόζα, που ζωγραφίζει στα πρόσωπα των θεατών ένα αβίαστο και έντονο μειδίαμα και το διατηρεί εκεί απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, ένα χαμόγελο το οποίο κάθε λίγο ξεσπά σε πηγαίο και αυθόρμητο γέλιο, και επιτέλους καθόλου εκβιασμένο. Είναι γνωστό πως η κωμωδία είναι το δυσκολότερο είδος δράματος και η συνήθης οδός που ακολουθείται είναι αυτή της φτήνιας, που εξοπλίζεται με κλισέ, αχρείαστες βωμολοχίες και λοιπά συμπαρομαρτούντα. Οι Τσουρής-Χρυσανθόπουλος όμως δεν αρκούνται σε εκπτώσεις, δημιουργούν ένα υψηλής αισθητικής απολαυστικό έργο, με ανεπιτήδευτο χιούμορ και ευφυή σκηνοθεσία, γεμάτη ευρήματα και ζωντάνια. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί η συνύπαρξη της καθαρεύουσας που μιλούν οι ευγενέστεροι, με τη “μαλλιαρή” γλώσσα των λαϊκότερων και τις ξενόγλωσσες ηχομιμήσεις που προσφέρουν ένα πολυπολιτισμικό αέρα στο έργο.

 

Αρωγός της όλης τους προσπάθειας στέκει η εξαιρετική διανομή, με τους κεντρικούς ρόλους να ερμηνεύονται υπέροχα από την Ηρώ Μπέζου (Ευανθία) και τον Θάνο Τοκάκη (Φιάκας), δίπλα τους ο Γιωργής Τσουρής να αποδίδει εξαιρετικά το ρόλο του Γιάννη και ο Θανάσης Δόβρης που πραγματικά απογειώνει το ρόλο του Καζαμία. Τέλος, οι Ευαγγελία Καρακατσάνη και Yoel Soto, που δεν αρκούνται μόνο στους ρόλους της θείας Φρόσως και του ιερέα αντίστοιχα, αλλά όντας πολυσχιδείς, όπως όλοι οι συντελεστές της παράστασης, ερμηνεύουν ζωντανά πάνω στη σκηνή τη μουσική του Νίκου Γαλενιανού, παίζοντας πιάνο ακορντεόν και μπάσο, πάλι παρέα με το συνήθη ύποπτο Γιωργή Τσουρή, που πέραν όλων των άλλων, παίζει κιθάρα, πιάνο, κλαρινέτο και σαξόφωνο… Οι δε στίχοι των τραγουδιών είναι των (σωστά μαντέψατε) Τσουρή-Χρυσανθόπουλου. Αναπόσπαστο στοιχείο της παράστασης τα εξαιρετικά κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου, που σε συνδυασμό με τα αρμοστά σκηνικά αναβλύζουν ένα νοσταλγικό χωροχρονικό άρωμα στην αίθουσα. Καλοσχεδιασμένοι και αποτελεσματικοί ήταν και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα. Την κινησιολογία της παράστασης φρόντισε η Σεσίλ Μικρούτσικου, ενώ βοηθός σκηνοθετών ήταν η Κατερίνα Μεφσούτ και βοηθός ενδυματολόγου η Νικολέτα Αναστασιάδου.

 

Το Πτι-Παλαί φιλοξενεί μια ξεκαρδιστική κωμωδία, μια θεατρική εμπειρία που πρέπει να απολαύσετε, γι’ αυτό λοιπόν σπεύσατε εις Παγκράτιον!

 

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.