Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, αν μη τι άλλο ένας αξιοπρόσεκτος και αξιοπερίεργος τίτλος για θεατρικό έργο, δε μπορεί παρά να σου κινήσει το ενδιαφέρον. Όλα ξεκίνησαν από ένα θεατρικό ερευνητικό πρότζεκτ του Κωνσταντίνου Ντέλλα, που ορμώμενο από την Πειραματική Σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου περιόδευσε όλη την Ελλάδα και συνεχίζει να γοητεύει τους πάντες στο διάβα του. Τι σημαίνει όμως πειραματικό θέατρο, τι μπορεί ένα τέτοιο πρότζεκτ να ερευνά; Πειραματισμός δε σημαίνει φτηνή παραγωγή ή μεταμοντέρνες προσεγγίσεις στα όρια της σκηνοθετικής γελοιότητας. Το ερευνητικό θέατρο κοιτά κατάματα το μέσο και αναμετράται με το ίδιο του το είδωλο, επιχειρεί μία κατάβαση στην ουσία του, αμφισβητεί τα όριά του, το επαναπροσδιορίζει και τελικά το διευρύνει, το εξελίσσει. Στην προκειμένη ο Ντέλλας έχει στεφθεί πανηγυρικά νικητής στην αναμέτρηση αυτή, έχει χαρίσει στο θέατρο λίγο μπόι παραπάνω.
Εκκινώντας από το διαχρονικά άλυτο ζήτημα της γυναικείας καταπίεσης, από την αρχαία (και κατά δήλωσή της δημοκρατική) Αθήνα, ως την Ελλάδα του σήμερα, φέρνει στο φως μια άτυπη γυναικεία “φράξια” που δρα στο λυκόφως, μέσα σε πυκνά δάση και ρέματα, στον ποτισμένο με ιδρώτα και αίμα θεσσαλικό κάμπο. Πρόκειται για “κυνηγημένες μάγισσες χωρίς την πυρκαγιά τους, μιλώντας με ακατάληπτες περίπλοκες διαλέκτους”, όπως θα μας έλεγε ο Τριπολίτης. Μια γραμμή αίματος, που τη μια της άκρη βαστά σφιχτά η ίδια η Μήδεια και η άλλη φτάνει ως τις ηρωικές αυτές γυναίκες, που ως άλλες Καρυάτιδες στηρίζουν στους ώμους τους ολόκληρο το -κατά τα άλλα ανδροκρατούμενο- κοινωνικό κατασκεύασμα του 18ου-19ου-20ου-21ου… αιώνα. Μια προαιώνια, κληρονομική, μεταφυσική διδαχή που συνδέει τη μαγειρική και τη μαγεία. Δυο λέξεις που μοιάζουν ομόρριζες, μα πρόκειται μόνο για μια προκλητική ετυμολογική σύμπτωση. Ή μήπως όχι; Βοτάνια, μαντζούνια, αρώματα και μεθυστικές μυρωδιές που η μάνα γη παρέχει απλόχερα στη μάνα του ανθρώπου. Μόλις η μέρα χαράξει οι μορφές τους αλλάζουν, κανείς δεν υποψιάζεται τα νυχτερινά τους καμώματα, κοιτάζοντας αυτά τα προσηνή και μειλίχια πρόσωπα να φωτίζονται στον ήλιο.
“…μαγικά; ε, έλεγαν τότε ότι έκαναν μερικές, νύχτα έλεγαν, τς έβρισκαν εδώ και εκεί, στα ρέμματα, αλλά μπορεί να ήταν και ψέματα…”
Ο Ντέλλας φτιάχνει μια υποδειγματική παράσταση σωματικού θεάτρου, έχοντας συλλέξει πολλά λαογραφικά στοιχεία, βασισμένη σε συνεντεύξεις γυναικών, αφηγήσεις, λογοτεχνικά έργα και παραδοσιακά τραγούδια. Έπειτα τη σκηνοθετεί με τη βοήθεια της Μαντούς Κατσούγκρη και δημιουργούν ένα απόκοσμο περιβάλλον, ένα μυστηριακό και μυσταγωγικό έργο, με ελεγειακό χαρακτήρα, με αρωγό τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Γιώργου Αντωνόπουλου. Η σκηνοθετική τους προσέγγιση ευφυής, ευρηματική και βαθιά εσωτερική, καθοριστική μα όχι κραυγαλέα. Το έργο συνδυάζει αγαστά το ρεαλισμό και την ποίηση, ταυτοχρόνως θρηνεί, μα και φωνάζει, γίνεται δριμύ κατηγορώ στα ρυτιδιασμένα στόματα αμέτρητων γυναικών, που πέρασαν κι έφυγαν εντελώς διεκπεραιωτικά από τούτο τον κόσμο.
Τρεις νεαροί ηθοποιοί, οι Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας-Γιώργος Περλέρος και Μιχάλης Αναγνώστου χαρίζουν απλόχερα τα σώματά τους στις γυναίκες του κάμπου, γίνονται τα δοχεία που μέσα τους θα μετοικήσουν για λίγο, στη σύντομη σάρκινη αναγέννησή τους. Οι ερμηνείες τους εξαιρετικά δυναμικές και γεμάτες βάθος και φόρτιση. Οι εκπληκτικές μάσκες της Μάρθας Φωκά τους βοηθούν απόλυτα στην αποπροσωποποίηση, σε συνεργασία με τα λιτά, μα τόσο γνώριμα σε όλους μας κοστούμια της Κωνσταντίνας Μαρδίκη, τις ρόμπες, τις μαντήλες και τις ποδιές των γιαγιάδων μας. Οι τόσο μελετημένες κινήσεις που επιμελήθηκε η Μαρίζα Τσίγκα μαρτυρούν πως οι ερμηνευτές βιώνουν όντως μια εξωσωματική εμπειρία. Και βέβαια οι ήχοι, αυτοί οι ήχοι που παράγουν τα σώματά τους, οι ανάσες τους, αυτούς τους ήχους που επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Κτιστάκης, συνθέτοντας και την τόσο λυρική πρωτότυπη μουσική της παράστασης. Το συνολικό αίσθημα που εισπράττει το κοινό ακροβατεί μεταξύ μιας θεατρικής και μιας μεταφυσικής εμπειρίας, μια κυριολεκτική μέθεξη.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.