Το Παλκοσένικο παρακολούθησε το “Παπάγια Μάντολες” στο Θέατρο Κάτω απ’ τη γέφυρα

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

Εντάξει, ομολογώ πως όταν άκουσα τον τίτλο “Παπάγια Μάντολες” το μυαλό μου δεν πήγε κατευθείαν σε κάτι καλό ή για να είμαι ειλικρινής πήγε κατευθείαν στο κακό. Ίσως φταίει που τα λογοπαίγνια έχουν καταντήσει πλέον από γραφικά ως κουραστικά και νιώθεις στο άκουσμά τους και μόνο να κατρακυλάς μαζί τους σε ένα αβυσσαλέο σεφερλικό βάραθρο. Διαβάζοντας όμως λίγο παρακάτω στο Δελτίο Τύπου είδα πως πρόκειται για μαύρη κωμωδία. Τίποτα δεν άλλαξε ως τότε. Άλλωστε η κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος που μπορείς να καταπιαστείς στο θέατρο. Είναι αφάνταστα δύσκολο το να κάνεις κάποιον να γελάσει, έστω να μειδιάσει, αυθόρμητα. Αντιθέτως είναι εύκολο και συνηθισμένο το να προσπαθείς με φτηνά αστεία -κυρίως γαστρεντερικού ή γεννητικού περιεχομένου- να εκβιάσεις το γέλιο των θεατών.

Κατόπιν όμως το μάτι μου πήρε τη λέξη “βραβευμένη” και σκέφτηκα πως κάτι θα είδαν οι κριτές που την βράβευσαν. Επιπλέον, διαβάζοντας λίγο πιο κάτω είδα πως το κείμενο δε μένει στην επιφάνεια αλλά μπαίνει βαθύτερα και δε διστάζει να κριτικάρει την πολιτική κατάσταση της χώρας και το σύγχρονο τρόπο ζωής. Και μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, η αφορμή για να γραφτεί το εν λόγω κείμενο του Αντώνη Κρύσιλα, ήταν τα περιστατικά λιποθυμιών μαθητών λόγω πείνας που σημειώθηκαν το 2009 στα ελληνικά σχολεία, μέσα στην οικονομική κρίση της εποχής (που ποτέ δεν τελείωσε και δεν πρόκειται να τελειώσει δεδομένων των συνθηκών). Την ίδια ώρα οι τηλεοράσεις είχαν γεμίσει με τηλεμάγειρες που έφτιαχναν ολημερίς φαγητά, τα οποία μπορούσαμε να φάμε μόνο με τα μάτια…και κοιλιά περίδρομο, όπως λέει και η παροιμία. Ο συγγραφέας μάλιστα μας λέει πως το κείμενο είναι καθαρά πολιτικό, όσο και αν προσπαθεί να το κρύψει. Και η αλήθεια είναι πως το καταφέρνει επιμελώς, τουλάχιστον από πλευράς τίτλου.

Ωστόσο, δεν πρέπει να κρίνουμε μόνο εξ΄ όψεως -ή εν προκειμένω εκ τίτλου- καθώς τα φαινόμενα ως γνωστόν απατούν. Με αυτά στο μυαλό και δεδομένου πως ήθελα το ίδιο Σαββατόβραδο, να παρακολουθήσω στο Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα την “Ασκητική” του Καζαντζάκη που ξεκινούσε μετά τις “Παπάγια Μάντολες” πήρα τους δρόμους του νοτιά και έφτασα στο θέατρο. Η πρώτη εντύπωση, αντικρίζοντας το σκηνικό του Γιάννη Κράβαρη ήταν ότι πρόκειται για μια τιμιότατη προσπάθεια, όπως και για τα κοστούμια που ο ίδιος επιμελήθηκε. Ένας μικρός, αλλά καλά εξοπλισμένος, μαγειρικός πάγκος και ένα τραπέζι για δυο, φτιαγμένο με φαντασία και μεράκι, από μόλις ένα βαρέλι και τέσσερα καφάσια. Η απλότητα και η χρηστικότητα σε απόλυτη αρμονία.

Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που τα φώτα χαμήλωσαν και βγήκε στη σκηνή ο Χρήστος Χρήστου, ένας νέος ηθοποιός που γύρω του είχε μιαν ολοφάνερη αύρα αυθορμητισμού και άνεσης, που προφανώς εδράζεται στην υποκριτική του πείρα, κυρίως στο συγκεκριμένο έργο το οποίο ανεβάζει για περίπου μια δεκαετία. Η φυσικότητα και το μπρίο του ηθοποιού σε συνδυασμό με τη ζωηρή και διαδραστική σκηνοθεσία της Πέτρας Μαυρίδη δημιουργούν ένα πολύ ευχάριστο και απολαυστικό θέαμα, το οποίο πέραν του εύθυμου χαρακτήρα του καυτηριάζει όντως τα κακώς κείμενα μιας εποχής και δεν αρκείται σε φτηνά αστεία που ταλαντεύονται στα όρια της γελοιότητας. Αντιθέτως, οι επιγεύσεις που σου αφήνει είναι αρκετές φορές γλυκόπικρες, ίσως και πικρές, αν έχεις ζήσει στο πετσί σου τα μνημονιακά χρόνια της Ελλάδας. Ωστόσο με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια να καλπάζουν, το έργο του Κρύσιλα παραμένει δυστυχώς επίκαιρο και καθόλου ξεπερασμένο, όπως επιθυμεί κάποια στιγμή να συμβεί στο μέλλον ο συγγραφέας, με το κείμενό του να περιγράφει πια μόνο παλιές κακές μέρες. Ως τότε μπορείτε και εσείς να το απολαύσετε -αν δεν το έχετε ήδη κάνει- το ερχόμενο Σαββατοκύριακο στο Θέατρο “Κάτω απ’ τη γέφυρα”, ακριβώς δίπλα στο σταθμό ΗΣΑΠ του Φαλήρου. Μόνο βιαστείτε γιατί είναι οι δύο τελευταίες παραστάσεις.

Περισσότερα για την παράσταση εδώ.