Είδαμε το “Περιμένοντας τον Γκοντό” στο Θέατρο Πόρτα

Το “Περιμένοντας το Γκοντό” είναι σίγουρα ένα απ’ τα πιο απαιτητικά έργα για έναν σκηνοθέτη, καθώς είναι πολύ εύκολο το κοινό να χάσει το ενδιαφέρον του και να πλήξει, αν το ανέβασμα δεν είναι εύρυθμο και -όσο το επιτρέπει το κείμενο- ζωντάνο. Στην περίπτωση του Θωμά Μοσχόπουλου, αυτή η νάρκη δεν πατήθηκε, καθώς τόσο ο ρυθμός της παράστασης, όσο και οι μπριόζες ερμηνείες τον έβγαλαν ασπροπρόσωπο, δημιουργώντας ένα άρτιο ανέβασμα, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών ως το τέλος, περιμένοντας μαζί με τους πρωταγωνιστές, την έλευση του περιβόητου Γκοντό.

Ένα απόκοσμο, άκρως επιβλητικό, μα συνάμα και λιτό σκηνικό, το οποίο επιμελήθηκε ο Βασίλης Παπατσαρούχας, όπως και τα κοστούμια της παράστασης, εξυπηρετούν άψογα το κείμενο και τις σκηνικές οδηγίες του ίδιου του Μπέκετ. Με την πρώτη κιόλας ματιά σου βγάζει μια αίσθηση εγκατάλειψης, αποσύνθεσης. Εξ’ όψεως μοιάζει ενταγμένο σ’ ένα ερειπωμένο ή πιθανώς βομβαρδισμένο αστικό τοπίο. Ένα γυμνό δέντρο στην άκρη, σήμα κατατεθέν του έργου, του προσδίδει τη μόνη αντικειμενική αίσθηση χρόνου, καθώς στη δεύτερη πράξη φαίνεται να βγάζει φύλλα. Κατά τ’ άλλα τόσο ο χρόνος, όσο και ο τόπος είναι ασαφή στο κείμενο. Αν και εξίσου ασαφείς είναι οι ηλικίες των ηρώων, είχαμε συνηθίσει μεγαλύτερους σε ηλικία ηθοποιούς να ενσαρκώνουν, αν μη τι άλλο τους Βλαντιμήρ και Εστραγκόν, τους δύο απόκληρους της ζωής που έχουν πια αφεθεί στη μοίρα τους, αναμένοντας έναν απροσδιόριστο σωτήρα, ένα σύμβολο, να κελεύσει την έναρξη της πραγματικής τους ζωής. Εδώ ο Μοσχόπουλος, επιλέγει αποκλειστικά νέους σε ηλικία ηθοποιούς υπογράφοντας τη δική του εκδοχή, με ένα σαφές πολιτικό σχόλιο που θέτει στο επίκεντρο τη δυσμενή θέση στην οποία έχει βρεθεί η νέα γενιά, μη μπορώντας να διεκδικήσει ούτε καν αυτά που της αναλογούν, καταλήγοντας από πολύ νωρίς απόκληρη και παρατημένη, να προσδοκά σωτήρες και θαύματα.

Η επιλογή του τον δικαιώνει απόλυτα, με τους Πάνο Παπαδόπουλο (Βλαντιμήρ) και Τάσο Ροδοβίτη (Εστραγκόν), να δημιουργούν ένα εξαιρετικό δίδυμο, που σαν συγκοινωνούντα δοχεία ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, με την πιο αλέγκρα φύση του Ντίντι, να προσπαθεί να εξισορροπήσει την πιο μελαγχολική του Γκογκό. Με δωρικές ερμηνείες, χωρίς φιοριτούρες ή εύκολες υπερβολές, αποδίδουν τέλεια τους μπεκετικούς ήρωες, καταφέρνοντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό. Σημαντικό ρόλο στο έργο παίζει και η προσωδία, ο αφανής ήρωας που χρωματίζει τις φωνές των ηθοποιών και λέει περισσότερα και απ΄τα ίδια τα λόγια τους. Στην παράσταση η επιμέλεια της γίνεται αντιληπτή άμεσα και οφείλεται στον Κορνήλιο Σελαμσή. Κάπως έτσι οι δύο κεντρικοί ήρωες κυριολεκτικά σκοτώνουν την ώρα τους, περιμένοντας και φιλοσοφώντας, εφευρίσκοντας τρόπους για να ψυχαγωγηθούν μπας και περάσει η μέρα. Και πάλι απ’ την αρχή, άλλωστε όπως επισημαίνει ο Μπέκετ, ο χρόνος ανακυκλώνεται…

Και μπορεί ο Γκοντό να μην έρχεται, ωστόσο ένα άλλο δίδυμο έρχεται να ταράξει τα νερά της παράστασης, ο Ποτζό και ο Λάκυ. Ένα δίδυμο αλλόκοτο, ασύμβατο, ίσως υπερβατικό. Η πλαστικότητα και η σωματικότητα των δύο αυτών ρόλων είναι προαπαιτούμενες και το έργο των ερμηνευτών βαρύ και απαιτητικό. Ο Ποτζό της πρώτης πράξης έρχεται επηρμένος και αλαζών, ενώ στη δεύτερη θα επιστρέψει συντετριμμένος και ανήμπορος. Ο Λάκυ που είναι στην αρχή ένα έμβιο ανδρείκελο, ανυπόστατος και άβουλος, θα κληθεί να λάβει τα ηνία του διδύμου, αλλάζοντας θέσεις με τον Ποτζό, όταν αυτός καταστεί ανίκανος να υπάρξει αυτόνομα. Οι Γιάννης Σαμψαλάκης (Ποτζό) και Γιάννης Βαρβαρέσος (Λάκυ) καταφέρνουν να αναμετρηθούν με τις υψηλές απαιτήσεις των ρόλων τους και να βγουν νικητές, καθώς μας χαρίζουν δύο ξεκάθαρες φιγούρες με έντονες μεταστροφές. Ειδικά ο ρόλος του Λάκυ, είναι κυριολεκτικά άθλος, όντας σιωπηλός κατά τη μεγαλύτερη διάρκειά του, έχοντας μόνα μέσα τις εκφράσεις και τις κινήσεις του. Ευτυχώς στο τελευταίο βρήκε σύμμαχο το Χρήστο Στρινόπουλο που επιμελήθηκε την κίνηση, σε μία παράσταση που παρά την έντονη ακινησία της, η όποια κίνηση αναγκαστικά παίζει καθοριστικό ρόλο.

Ο Μπέκετ έγραψε ένα φιλοσοφικό έργο που πραγματεύεται το χρόνο, το πέρασμά του και τις απώλειες που δημιουργεί στο διάβα του. Από εκεί το παρέλαβε ο Θωμάς Μοσχόπουλος και με τη βοήθεια των Στέλιου Θεοδώρου και Σταύρου Μπαρμπουνάκη, σκηνοθέτησαν μια παράσταση αντάξια των προσδοκιών και των απαιτήσεων που συνοδεύουν το όνομα Γκοντό, κατάφεραν να κερδίσουν το στοίχημα έναντι του χρόνου, ο οποίος περνά και ταυτοχρόνως μοιάζει σταματημένος. Η εποχή που αλλάζει, ο ήλιος και το φεγγάρι, το σκοτάδι και το φως δίνουν την αίσθηση του χρόνου, κάτι που επί σκηνής γίνεται αντιληπτό απ’ τους αρμοστούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου. Και βέβαια απ’ το μυστήριο αγόρι που εμφανίζεται κάθε βράδυ, ίσως στην πραγματικότητα, ίσως μόνο στη φαντασία του Βλαντιμίρ, μα κάθε βράδυ επιμένει πως είναι η πρώτη φορά που τον επισκέπτεται. Ο Πέτρος Δημοτάκης (αγόρι) με ήπιο λόγο, τον οποίο διατηρεί αμετάβλητο στις εμφανίσεις του, αποδίδει τέλεια το ρόλο του αγοριού, τα λόγια του οποίου ταυτοχρόνως ματαιώνουν τις προσδοκίες, αλλά πρέπει και να τις αναζωπυρώσουν. Συνοψίζοντας, στην παράσταση αυτή έχουν όλα λειτουργήσει σωστά και το αποτέλεσμα που προέκυψε είναι μία άψογη εκδοχή του “Γκοντό”, ειδικά σήμερα, στο τόσο γκρίζο προ-πολεμικό περιβάλλον που ζούμε. Τα υπόλοιπα στο Θέατρο Πόρτα…

Περισσότερα για την παράσταση εδώ.