Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
“Το άρχειν ήδιστον” (η μεγαλύτερη ηδονή είναι η εξουσία) μας ορμήνεψε ο μέγας Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης, ήδη από τον 4ο αιώνα πΧ. Η ιστορία όχι μόνο τον δικαίωσε, αλλά απέδειξε περίτρανα πως τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο ενός τυχοδιώκτη που προτίθεται να διαβεί το μονοπάτι ως το τέλος, για να κατακτήσει την εξουσία, πατώντας σε ότι κι αν βρεθεί στο διάβα του. Στο ίδιο κλίμα, δυο χιλιετίες αργότερα ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ θα γεννήσει το πλέον αδίστακτο ον της παγκόσμιας δραματουργίας, τον περίφημο Ριχάρδο τον ΙΙΙ’, τον δύσμορφο και αμοραλιστή γαλαζοαίματο, που όμως δεν φείδεται πειθούς και καταφέρνει με δόλια μέσα και εκβιάζει καταστάσεις, θαρρείς πως τα λόγια του σαν ξόρκια καταφέρνουν και γητεύουν την ομήγυρη. Ο Ριχάρδος γνωρίζει πως η μοίρα του έχει στερήσει όσα πόθησε, “προικίζοντας” τον με μιαν αναπηρία που εκ προοιμίου τον θέτει εκτός της διαδοχής του στέμματος. Είναι κοινή πρακτική, στα χρόνια της αναγέννησης, η ταύτιση της δυσμορφίας και του κακού. Ο Σαίξπηρ μάλιστα μας το περιγράφει σαφώς και στον Άμλετ, όταν ο πρίγκιπας της Δανίας παρατηρεί πως ο λαός συνδέει πάντα ένα σωματικό ελάττωμα με τον κακό χαρακτήρα.
Με το Ριχάρδο κατά νου, ο Ανδρέας Φλουράκης κάνει μια αλματώδη μετάβαση στο σήμερα και βάζει στο συγγραφικό του στόχαστρο τους σύγχρονους αμοραλιστές, που καθείς απ΄ το δικό του εξουσιαστικό μετερίζι, καταχράται τη δύναμή του και τσαλαπατά ανθρώπους και αξιοπρέπειες, εκμεταλλευόμενος ηθικές και υλικές ανάγκες των θυμάτων του. Το θέατρο έχει χρέος να μιλήσει και να στηλιτεύσει όλους αυτούς τους σφετεριστές. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτοί κρύβονται μέσα στο ίδιο το θέατρο; Το μελάνι είναι ακόμα νωπό στα φύλλα των εφημερίδων, από τη μεγάλη καταιγίδα καταγγελιών που ακούει στο όνομα MeToo και έπληξε μεταξύ άλλων και το χώρο του θεάτρου. Ο Φλουράκης αποφασίζει να αναμετρηθεί με το τέρας, του οποίου το πρόσωπο συνηθίσαμε και έπαψε πια να μας τρομάζει. Έτσι έπλασε έναν σκηνοθέτη, ο οποίος κάνει πρόβες για τον Ριχάρδο τον ΙΙΙ και τους έβαλε να περπατούν πλάι-πλάι σε βίους παράλληλους, δημιουργώντας μια αυτοαναφορική παράσταση, στην οποία το ίδιο το θέατρο αυτοψυχαναλύεται, μέσω ενός πολυεπίπεδου εγκιβωτισμού.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακή και ευφυής η σύλληψη, καθώς ο συγγραφέας βάζει το κοινό να παρακολουθεί μια περιγραφή λόγων και πράξεων από έναν αφηγητή, ο οποίος εξιστορεί τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια των προβών μιας θεατρικής παράστασης, που θα ανεβάσει τον Ριχάρδο τον ΙΙΙ. Και τότε παραδίδει τη σκυτάλη στη Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, η οποία με μαεστρία σκηνοθετεί το σύνολο όλων αυτών των παραστάσεων κατασκευάζοντας μια καλοκουρδισμένη μηχανή, την ώρα που οι θεατές βιώνουν μια μυσταγωγική θεατρική εμπειρία. Λιτή, αλλά πλήρως ουσιώδης η ανάγνωσή της, δημιουργεί μια παράσταση χωρίς περιττές φλυαρίες και υπερβολές, που καταφέρνει να κυλά αβίαστα και να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών ως το τέλος. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί τους προβολείς στρόμπο, με τη βοήθεια φυσικά του Γιώργου Αγιαννίτη που σχεδίασε τους φωτισμούς, για να αποδώσει μια σκληρή σκηνή, προσδίδοντάς της την απαιτούμενη ένταση, “παίζοντας” με το θυμικό των θεατών, μέσα από μια σπειροειδή αλληλουχία εισπνοών-εκπνοών, συμπίεσης και εκτόνωσης, φωτός και σκότους. Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος έλεγε ο Βασίλης Ραφαηλίδης και η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη καταθέτει τη δικά της διαπιστευτήρια επί σκηνής, επιδεικνύοντας πως μπορεί ακόμη και η πιο επαίσχυντη πράξη να αποδοθεί με ένα ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα.
Στυλοβάτης όλων των παραπάνω στέκει η έκδηλη ερμηνευτική ωριμότητα και δεινότητα του Ορέστη Τζιόβα, ο οποίος καλείται να ενσαρκώσει τόσο τον αυταρχικό και κακοποιητικό σκηνοθέτη, όσο και τον αδίστακτο Ριχάρδο τον ΙΙΙ του οίκου της Υόρκης, κάτι που καταφέρνει περίφημα έχοντας ως σύμμαχο την εξαιρετική του πλαστικότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τον καθαρά υποστηρικτικό τους ρόλο, για την εξυπηρέτηση της ροής και την ανάδειξη του πρωταγωνιστή, αξιόλογες και πειστικότατες ήταν οι υπόλοιπες ερμηνείες (Σπύρος Κυριαζόπουλος, Γιώργης Παρταλίδης, Δανάη Τάγαρη, Μαρία Καρακίτσου, Δημήτρης Καραβιώτης, Γιώργος Δεμελίδης, Αφροδίτη Κατσαρού), με τον πολύπειρο Δημήτρη Καραβιώτη να ξεχωρίζει φυσικά, έχοντας διανύσει πολλά περισσότερα μίλια πάνω στο θεατρικό σανίδι. Και βέβαια αξίζει μια αναφορά τόσο στην πρωτότυπη μουσική του Κώστα Νικολόπουλου που δίνει ρυθμό στην παράσταση απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή, όσο και στις χορογραφίες και την κινησιολογία της Σοφίας Μαρτίου. Σε μινιμαλιστικούς και χρηστικούς τόνους κινήθηκε η Χαρά Κονταξάκη δημιουργώντας λιτά σκηνικά και κοστούμια που εξυπηρετούν επακριβώς τις ανάγκες της παράστασης.
Εν κατακλείδι, η παράσταση Ριχάρδος ο ΙΙΙ* στο Σύγχρονο Θέατρο δικαίως έχει γνωρίσει τόσο μεγάλη επιτυχία και συνεχίζει την πορεία της για δεύτερο χρόνο και επάξια έχει αποσπάσει τις διθυραμβικές της κριτικές. Και αν ο σαιξπηρικός Ριχάρδος καταφέρνει και εκβιάζει τη συναίνεση των υποτελών του, σε καμία περίπτωση ο νεαρός ηθοποιός της υπόθεσης ή κάποιο άλλο από τα θύματα που έχουν κακοποιηθεί δεν έδωσαν σιωπηρά ή βροντόφωνα καμία συναίνεση στους θύτες τους. Η κρυστάλλωση που σου προκαλεί η αμηχανία ή η ανάγκη που σου προκαλεί η διαβίωση δεν μεταφράστηκαν ποτέ ως συναίνεση.