Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
Υπάρχει κράτος; Με αυτό το ερώτημα διατυπωμένο στην πλάτη της σκηνής ξεκινά το έργο “Ανεξάρτητα Κράτη”. Ένα ερώτημα οξύ, κριτικό, ίσως προκλητικό, λόγω της ρητορικής του φύσης. Σκοπός του είναι να ερεθίσει τα αντανακλαστικά του κράτους ώστε να δράσουν άμεσα και αμείλικτα για να λύσουν το πρόβλημα που ταλανίζει τους πολίτες του, το “λαό” τούτης της χώρας. Ποιο λαό όμως; Ο λαός δεν είναι ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο ανθρώπων, κάθε άλλο. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις από το διπλανό του, ίσως πολλές φορές και από τον εαυτό του τον ίδιο. Προσεταιρίζονται καιροσκοπικά σε ομάδες και γρήγορα διαφωνούν, αποχωρούν και προσχωρούν σε άλλες. Παραφράζοντας λοιπόν το αρχικό ερώτημα, μπορούμε εύλογα να αναρωτηθούμε αν υπάρχει λαός; Ο Αριστοτέλης φέρεται να είπε πως “οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν”. Κατ΄ επέκταση των παραπάνω αν υπάρχει λαός, τότε υπάρχει και το αρμόζων κράτος και τανάπαλιν. Και όσο υπάρχει κράτος, υπάρχει και έννομη τάξη, η οποία για να διατηρηθεί προϋποθέτει την ύπαρξη της βίας και της καταστολής, που επιβάλλονται από τα σώματα ασφαλείας του κράτους και όταν αυτά δεν δύνανται να λερώσουν τα χακί τους ενδύματα, τότε οπλίζεται το παρακράτος, σκιερό και σκαιό, μα άκρως αποτελεσματικό εργαλείο. Και ο τύπος, ποια η θέση του; Να διαλαλεί την αλήθεια ή να την κατασκευάζει; Να στηλιτεύει την εξουσία ή να εξουσιάζει;
Αυτά και πολλά ακόμη ζητήματα πραγματεύεται το δημοσιογραφικό δράμα των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη, με αφορμή το βίο και την πολιτεία του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη, ένα “πρόβλημα διαρκείας” που το κράτος Καραμανλή επέλυσε δραστικά τα χαράματα της 11ης Ιουλίου 1978. Άλλωστε, ο Καραμανλής ήταν δυνατός λύτης προβλημάτων… Ο δε γιατρός ήταν πιο εύκολη υπόθεση, λίγο γραφικός, είχε λίγο κουράσει και τον ευσεβή λαό μας. Η αστυνομία αρκούσε να επιλύσει το θέμα και δε χρειάστηκε κάποιο παρακρατικό τρίκυκλο… Η παράσταση λαμβάνει χώρα μέσα στα γραφεία πασίγνωστης απογευματινής εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας. Εκεί μια νεαρή γυναίκα, η Μαρία Θεοφίλου, νεοφώτιστη δημοσιογράφος, απόφοιτος πανεπιστημίου του Παρισιού, ανοίγει την πόρτα ενός κλουβιού συστημικών θηρίων και μπαίνει. Δεν παίρνει στήλη, δεν κάνει ρεπορτάζ. Παίρνει το γραφείο της γραμματέως και κάνει καφέδες. Αυτή είναι η ιεραρχία του συστήματος. Άλλωστε είναι γυναίκα… Αυτή δεν είναι η θέση της γυναίκας; Στην κουζίνα να κάνει καφέδες! Αφού της επιτρέψαμε να βγει από το σπίτι και να εργαστεί, τότε θα πάει στο κουζινάκι του γραφείου, μη βγαίνει απ’ τα νερά της. Και τότε κάνει το τεράστιο λάθος, να ασχοληθεί με την περίπτωση του γιατρού Τσιρώνη. Στην εφημερίδα που επί της ουσίας όπλισε το χέρι της αστυνομίας ή (όπως εκείνη λέει) του γιατρού, στην εφημερίδα που το μελάνι της έγινε η μπαρούτη στον κάλυκα της σφαίρας που τρύπησε το μέτωπό του.
Η παράσταση έχει πετύχει όπως αντιλαμβάνεστε το στόχο της. Έχουν περάσει μέρες από τότε που την παρακολούθησα και ακόμα τριγυρίζει στο κεφάλι μου και με κάνει να λοξοδρομώ από την κριτική της. Αυτός όμως είναι ο στόχος της καταγγελτικής τέχνης, αυτός είναι ο σκοπός του πολιτικού θεάτρου, να εμφυτεύει το σπόρο του στις εγκεφαλικές μήτρες των θεατών, χωρίς καμιά αυτοαναφορικότητα, καμιά αστική προσέγγιση της τέχνης. Το θέατρο δεν είναι αστική τέχνη που εύχεται ο λυρισμός της να άγει την ψυχή του κοινού. Το θέατρο είναι μετερίζι αγώνα, είναι όπλο στα χέρια των εξεγερμένων. Αυτό ζήσαμε στο Θέατρο Χώρα, αυτό έγραψαν οι Τσιοτσιόπουλος και Παλούμπης, με τον πρώτο να πρωταγωνιστεί και τον δεύτερο να σκηνοθετεί εξαιρετικά την παράσταση, δίνοντας της ένα ζωντανό και εύρυθμο τέμπο, με συναισθηματικές κορυφώσεις, αλλά και εύθυμες εκτονώσεις. Βοηθός του στην όλη προσπάθεια η Παναγιώτα Παπαδημητρίου. Τα πληθωρικά σκηνικά και τα τόσο ταιριαστά κοστούμια της Νατάσσας Παπαστεργίου, με την αρωγή της Μαριάνθης Ράδου, αποπνέουν το άρωμα της δεκαετίας του ’70 και σε μεταφέρουν πίσω στο χρόνο του έργου. Στην έντονη ατμοσφαιρικότητα της παράστασης συμβάλλουν οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα, που φέρνουν στη μνήμη το σπινθηρίζον φως των λαμπτήρων πυρακτώσεως, που έχουμε πια ξεχάσει στον κόσμο των φωτοδιόδων (βλέπε led). Ειδική μνεία χρήζει η υπέροχη πρωτότυπη μουσική του Κώστα Νικολόπουλου, που μαζί με τους ήχους που σχεδίασε ο Ανδρέας Μιχόπουλος, συμπληρώνουν το παζλ μιας εξαιρετικής παράστασης, με τα πλήκτρα των γραφομηχανών στο φινάλε να συντονίζονται με τον παλμό των θεατών και να τον δυναμώνουν.
Κλείνοντας πρέπει να αναφέρουμε τις καθηλωτικές ερμηνείες, που πραγματικά απογειώνουν την παράσταση. Σύμμετρες και δωρικές, χωρίς υπερβολές, αλλά με εμφανείς θυμικές διακυμάνσεις, αποτυπώνουν πλήρως τις πολύμορφες προσωπικότητες των χαρακτήρων του έργου. Μια γενιά “σιωπηλή” όπως την αποκαλεί η δημογραφία, που τείνει να εκλείψει, οριακά γνώριμη και οικεία στη δική μου γενιά, αλλά παντελώς άγνωστη στους νεότερους, “Ζ” και “Α”. Εξαιρετική και καθόλου σιωπηλή η εκπροσώπησή της από τη Βασιλική Διαλυνά και τους Θάνο Αλεξίου, Μάκη Παπαδημητράτο, Στάθη Σταμουλακάτο (δηλώνω και επισήμως φαν του) και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Και πάμε στη γενιά των “Baby Boomers” του έργου, με τις Ελεάνα Καυκαλά και Άλκηστη Ζιρώ, με τη δεύτερη να ενσαρκώνει εξαιρετικά την κεντρική ηρωίδα, Μαρία Θεοφίλου, αλλά και το Στέλιο Δημόπουλο που ο ρόλος του κρύβει μια ιδιαίτερη δυσκολία, απαιτώντας ψυχογενείς εκρήξεις τις οποίες φέρει εις πέρας επιτυχώς και με το απαιτούμενο αμήχανο ξάφνιασμα που προκαλεί μια τέτοια ψυχωτική κρίση στον ανυποψίαστο περίγυρο. Συνολικά πρόκειται για μία εξαιρετική παράσταση, που προσωπικά την τοποθετώ στις κορυφαίες της φετινής σεζόν, συγχαίρω τους συντελεστές της και βέβαια σας την προτείνω ανεπιφύλακτα. Διόλου τυχαίο το γεγονός των αλλεπάλληλων sold-out, από την πρεμιέρα μέχρι και τις αρχές Μάρτη τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Γι’ αυτό σπεύσατε!
Περισσότερα για την παράσταση εδώ.