Είδαμε “Το αμάρτημα της μητρός μου” στο θέατρο Radar.

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας
 
Μια απ’ τις πλέον απαιτητικές αλλά και συναρπαστικές εμπειρίες που μπορούν να ζήσουν οι θεατές είναι η μετουσίωσή τους σε μύστες. Η διαδικασία ωστόσο δεν είναι καθόλου απλή, τόσο για το σκηνοθέτη, όσο και για τους ηθοποιούς. Απαιτεί όλα τα συστατικά του θεάτρου να συνεργαστούν αρμονικά ώστε να επιτευχθεί αυτή η μεταφυσική υπερδύναμη, που καταργεί τα όρια σκηνής και πλατείας και δημιουργεί έναν ενιαίο ναό αφιερωμένο σε αυτή την ευγενή τέχνη, που αποκαλούμε θέατρο. Μπορεί σήμερα να υπάρχει ευρεία γκάμα εξοπλισμών που δημιουργούν θεατρικά εφέ, ωστόσο η πραγματική επιτυχία είναι η επίτευξη της ατμοσφαιρικότητας με πενιχρά μέσα και κυρίως μέσω των λέξεων που καθοδηγούν τη φαντασία του θεατή στο να γεννήσει ολάκερους κόσμους.
Μια τέτοια εμπειρία είχαμε τη χαρά να βιώσουμε, όσοι βρεθήκαμε την περασμένη Τρίτη, στο Θέατρο Radar, εκεί που ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος σκηνοθετεί και ερμηνεύει για δεύτερη χρονιά το διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού “Το αμάρτημα της μητρός μου”. Πρόκειται για μια μυστηριακή ελεγεία, ένα αυτοβιογραφικό μοιρολόι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, ένα ψυχογράφημα του ίδιου του συγγραφέα που σκοπό έχει αν μη τι άλλο να του πάρει λίγο βάρος απ’ την ψυχή, να του δώσει μιαν ανάσα, έστω και δανεική, απ’ τους εκάστοτε αναγνώστες του. Η αυτο-σκηνοθεσία και η ερμηνεία του Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου καθηλώνουν το κοινό, που παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα για περίπου μιάμιση ώρα τον ερμηνευτή να κινείται ευλαβικά στο χώρο και στο χρόνο και να εξιστορεί στην αρχαΐζουσα τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στο συγγραφέα και μάλιστα στην τρυφερή, παιδική του ηλικία.
Καθοριστικό ρόλο παίζουν μεταξύ άλλων τα φυσικά εφέ που χαρίζουν στην παράσταση δεόντως μυσταγωγικό χαρακτήρα, ενώ αποτελούν παράλληλα και εξαιρετικά σκηνοθετικά ευρήματα (ίσως και περιπτωσιολογική μελέτη). Ο φυσικός ήχος των χαλικιών που ρέουν στο ξύλο, σε συνδυασμό με το τρεμάμενο φώς των κεριών δημιουργούν μια απόκοσμη αίσθηση που προκαλεί κυριολεκτικά ρίγος. Ήταν τόση η φόρτιση κατά τη διάρκεια της παράστασης, που ακόμη και όταν ο ερμηνευτής αφηγούνταν περιστατικά θρήνου υποτονθορύζοντας ή σιγούσε, η σιωπή αυτή έμοιαζε εκκωφαντική. Στα σκηνοθετικά – σκηνογραφικά ευρήματα συγκαταλέγεται και το ταυτοχρόνως τόσο απλοϊκό όσο και πολυμορφικό ξύλινο τραπέζι, που μαζί με μια εξίσου λιτή καρέκλα αποτελούσαν τα μόνα σκηνικά της παράστασης που τα επιμελήθηκε ο Πάρις Μέξης και την οποία υπηρέτησαν τόσο πιστά και επάξια. Εξίσου δωρικοί και αρμοστοί ήταν οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα και της Ιφιγένειας Γιαννιού.
Συμπερασματικά, ήταν μία κορυφαία θεατρική εμπειρία, την οποία σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα να ζήσετε και εσείς, να βιώσετε την ένταση των λόγων του Βιζυηνού, παλλόμενη στη φωνή του Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου με το τόσο ιδιαίτερο ηχόχρωμα, να συμπονέσετε τον συγγραφέα και να δικαιώσετε αυτή του την προσπάθεια να μοιραστεί το βάρος μιας παιδικής ψυχής με τα αγέννητα πλήθη του μέλλοντος που θα τύχουν μύστες της δικής του ελεγείας.
 
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.