Είδαμε το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

Ένα νεαρό, άψυχο σώμα πεσμένο μπρούμυτα σ’ ένα χωράφι, σε κάποιο μικρό χωριό μιας επαρχίας, γίνεται αφορμή για να ξετυλιχτεί το κουβάρι της υποκρισίας, για να ξηλωθεί πόντο-πόντο  ο μανδύας του καθωσπρεπισμού που ντύνονται οι νοικοκυραίοι της διπλανής πόρτας, οι υπεράνω πάσης υποψίας φιλήσυχοι πολίτες, που κοιτούν  -δήθεν έκπληκτοι- έναν άνθρωπο να ξεψυχά μπροστά στα μάτια τους απ’ τις κλωτσιές των άλλων και όταν δεν κοιτάει κανείς, τότε ύπουλα κλωτσάνε και εκείνοι το ανυπεράσπιστο σώμα. Κι ύστερα δεν είδαν, δεν άκουσαν, δε γνωρίζουν. Ίσως το σώμα αυτό να ανήκει σ’ ένα παιδί, ίσως σε αγόρι ή σε κορίτσι, ίσως να το λέγαν Ζακ ή Αλμπέρ. Δεν έχει καμία σημασία. Άλλωστε είναι πια νεκρό, τι κι αν ήταν το πιο όμορφο σώμα που βρέθηκε ποτέ σε αυτό το μέρος…

 

Ο βραβευμένος Καταλανός συγγραφέας Ζουζέπ Μαρία Μιρό γράφει έναν πολυπρόσωπο μονόλογο με την ορμήνια “να παιχτεί από ένα πρόσωπο, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή σωματικής διάπλασης”. Πρόκειται για ένα κείμενο βαθιά πολιτικό και άκρως αιχμηρό, που το στρέφει στα αφύλαχτα νώτα της αμέριμνης κοινωνίας και το μπήγει με δύναμη στα σπλάχνα της, διαταράσσοντας την επίπλαστη ηρεμία της καθημερινότητας. Τώρα ξεκινούν οι ψίθυροι, ανοίγουν τα στόματα και μιλούν, γιατί όλοι γνωρίζουν αυτά που προσποιούνται πως αγνοούν. Όλοι πόθησαν το όμορφο σώμα του νεαρού που τώρα κείται στη γη, όλοι κάποτε το άγγιξαν με λαγνεία, είτε αληθινά, είτε νοερά. Όλοι του έδειξαν εκείνο το περίφημο “σκοτεινό τους πρόσωπο” που κρύβεται κάτω απ’ το comme il faut προσωπείο τους. Και τελικά όλοι μαζί το δολοφόνησαν, διότι “η ομορφιά σκοτώνει αγαπητοί μου φίλοι” όπως θα μας έλεγε και ο δάσκαλος, Δημήτρης Λιαντίνης.

 

Ο Αργύρης Ξάφης αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας έναν υποκριτικό άθλο και καταλήγει σε μια ερμηνεία ρεσιταλικού επιπέδου, επιστρατεύοντας όλα τα εκφραστικά του μέσα και αποδεικνύοντας περίτρανα το εύρος της πλαστικότητας και της υποκριτικής δεινότητας που διαθέτει. Η Ζωή Ξανθοπούλου που σηκώνει αντίστοιχα το θεόρατο βάρος της σκηνοθεσίας της παράστασης αυτής, καλείται να καθοδηγήσει τον Ξάφη σε μία δύσβατη ερμηνευτική ανάβαση παράλληλων αφηγήσεων, εξιστορίσεις που κοιτούν προς το ίδιο σημείο, αλλά από άλλη οπτική γωνία και που στο τέλος σκιαγραφούν το προφίλ της (κάθε) κοινωνίας. Στο διάβα της εναλλάσσονται ρόλοι, φύλλα, ηλικίες και προσωπικότητες και όλα αυτά σε μια αδιάκοπη ροή μεταμορφώσεων που επιτυγχάνονται μέσω ανεπαίσθητων αλλαγών, οι οποίες γίνονται αισθητές στην όψη, στο βλέμμα, στο παράστημα και στο ηχόχρωμα του ηθοποιού.

 

 

Το όλο εγχείρημα βρίσκει αρωγό την αρμοστή μουσική του Φώτη Σιώτα και το επιμελώς “απαρατήρητο” κοστούμι του Βασίλη Αποστολάτου, ο οποίος έχει επιμεληθεί και το σκηνικό της παράστασης, που συνοδεύει γραμμικά την εξέλιξη του κειμένου. Παρά ταύτα αν και σε αγαστή εναρμόνιση με την απροσδιοριστία του έργου, το σκηνικό δεν είναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί, ειδικά με την πρώτη ματιά, όπως άλλωστε και το ίδιο το κείμενο, το οποίο είναι αρκετά πυκνό και κάπως δύσκολο στην παρακολούθηση και απαιτεί συγκέντρωση απ’ την αρχή ως το τέλος, όχι μόνο απ’ τον ηθοποιό, αλλά και από το κοινό. Είναι από τα έργα εκείνα που προϋποθέτουν τη μέθεξη και δε στοχεύουν απλά προς αυτή. Ο συγγραφέας αφορμάται από ένα δολοφονημένο σώμα και πάνω σε αυτό φορτώνει όλη την παθογένεια ολόκληρου του σώματος της κοινωνίας.

 

 

περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ: https://palcoscenico.gr/to-pio-omorfo-swma-poy-exw-vrethei-pote-se-ayto-to-meros/