Κουβεντιάζοντας με την Άννα Ετιαρίδου με αφορμή τους “Υπάκουους ή Reunion”

Το Παλκοσένικο και η Άννα Βαμβακάρη είχαν την χαρά και την τιμή να συνομιλούν με τη συγγραφέα και ηθοποιό του έργου “Οι Υπάκουοι ή Reunion”, Άννα Ετιαρίδου, με αφορμή την παράσταση που ανεβαίνει κάθε Σαββατοκύριακο στο Θέατρο Βαφείο.

  • Είμαστε λίγες μέρες μετά την επέτειο του Πολυτεχνείου και οι “υπάκουοι” ήρωες του έργου σας αναρωτιούνται που πήγαν της γενιάς τους τα Πολυτεχνεία. Εσείς τι πιστεύετε;

Θα έλεγα ότι για τη δική μου γενιά δεν υπήρξαν τα Πολυτεχνεία. Είναι δυσάρεστο αυτό που λέω αλλά είναι και η θεματική όλου του έργου, το ότι εμείς δεν ξεκινήσαμε τη νιότη μας με οράματα και με ηρωικές ιδέες. Αυτό που κυριαρχούσε τη δεκαετία του ενενήντα ήταν μια λογική του να περνάς καλά χωρίς να “ψυχοπλακώνεσαι”, ένα ρήμα που άρεσε σε πολύ κόσμο να το χρησιμοποιεί και το χρησιμοποιεί ακόμα και σήμερα, που στην ουσία σήμαινε ότι δε χρειάζεται να εμβαθύνουμε σε τίποτα. Πρέπει η προσέγγισή μας στα πάντα να είναι επιφανειακή. Επίσης η λέξη “θυσία” ήταν μια λέξη που σκανδάλιζε τους νέους της εποχής. Σχεδόν δεν υπήρχε και αν την έλεγε κάποιος τον θεωρούσαν προβληματικό. Δεν τολμούσες να μιλήσεις για πολιτική γιατί ήταν “ντεμοντέ” και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μαζί με την τηλεόραση που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ήταν της λογικής ότι τώρα που είμαστε νέοι να περνάμε καλά, καλό είναι να έχουμε λεφτά και να διασκεδάζουμε με έναν επιφανειακό τρόπο, χωρίς να σκεφτόμαστε το αύριο, χωρίς να χτίσουμε κάτι, χωρίς να αφήσουμε κάτι πίσω μας, χωρίς να προχωράμε κοιτάζοντας ένα υψηλό όραμα.

  • Υπάρχουν στη σημερινή κοινωνία ηθικές αξίες και ιδανικά ή αποτελούν ξεπερασμένες έννοιες;

Θεωρώ ότι μέχρι την κρίση δεν υπήρχαν ηθικές αξίες συνολικά στην κοινωνία. Είχε ο καθένας τις δικές του ηθικές αξίες και ιδανικά. Κάποιοι είχαν βάλει τον πήχη ψηλά σε αυτό, αλλά σε προσωπικό επίπεδο. Όμως, από την κρίση και μετά κάπως άρχισαν να επανέρχονται κάποιες παλιότερες ιδέες όπως η αλληλεγγύη, η ομαδικότητα, η πολιτική που ξαναμπήκε στο προσκήνιο, η κοινωνική αντίδραση. Κάποια πράγματα τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν αυτονόητα και από το ’90 και μετά χάθηκαν άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο λόγω του ότι αρχίσαμε να περνάμε πιο δύσκολά. Δηλαδή, άρχισε η ζωή να γίνεται δύσκολη και άρχισε να χάνεται η προοπτική του μέλλοντος. Ήσουν πια σίγουρος πως κάθε επόμενη μέρα θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Γι’ αυτό πολύ συχνά λέω για το έργο που έγραψα ότι μιλάει για μια γενιά που ζει σαν να την κυνηγάει συνεχώς μια αντίστροφη μέτρηση. Νιώθω κι εγώ πολύ συχνά ότι όχι απλά δεν θα πάει καλύτερα η επόμενη μέρα, αλλά πρέπει να προλάβω σήμερα να κάνω κάποια πράγματα γιατί αύριο θα είναι ακόμα χειρότερα και αυτό φυσικά δημιουργεί ένα τεράστιο άγχος, δημιουργεί μια μεγάλη πίεση.

  • Ποιο πιστεύετε πως είναι το μαγικό συστατικό της παράστασης ¨Οι υπάκουοιή Reunion¨ που την οδηγεί στην επιτυχία γεμίζοντας το θέατρο για τρίτη χρονιά;

Όταν έγραφα το έργο ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω κάποια πράγματα που τα ένιωθα εγώ, αλλά τελικά όταν ανέβηκε το έργο συνειδητοποίησα ότι αφορούσε πάρα πολύ κόσμο. Ότι και άλλοι ήθελαν να τα φωνάξουν αυτά, και άλλοι ταυτίζονταν με τις δικές μου αγωνίες, και άλλοι περνούσαν αυτά που πέρασα εγώ. Και φυσικά το πρώτο συστατικό είναι το ότι το έργο αφορά σήμερα αρκετό κόσμο και όχι μόνο τη δική μου γενιά. Μου έχουν μιλήσει άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας αλλά και πολύ νεότεροι και μου είπαν ότι και αυτοί σε πολύ μεγάλο βαθμό ταυτίζονται, επειδή λίγο-πολύ όλοι ζούμε τα ίδια αυτή τη στιγμή.

Το δεύτερο και το μεγαλύτερο συστατικό της επιτυχίας είναι ότι μαζευτήκαμε μια ομάδα ηθοποιών, εξαιρετικοί όλοι, που με τους περισσότερους δεν γνωριζόμασταν, συναντηθήκαμε με αφορμή του έργο και από τις πρώτες κιόλας αναγνώσεις νιώσαμε μια τρομερή χημεία μεταξύ μας, γίναμε μια πολύ όμορφη παρέα, γίναμε και φίλοι, κάνουμε παρέα και εκτός θεάτρου πλέον. Με τους συντρόφους μας, με τις οικογένειές μας, κάνουμε πράγματα μαζί και αυτό φάνηκε στην παράσταση με ένα μαγικό τρόπο από τις πρώτες παραστάσεις που ακόμα ήμασταν πολύ καινούριοι σαν παρέα, ένιωθαν όλοι ότι γνωριζόμαστε, μας έλεγαν ότι είστε από παλιά φίλοι, ενώ δεν ήμασταν. Ήταν η καλή χημεία, το ότι συνεννοούμαστε, ότι μιλάμε παρόμοιες θεατρικές γλώσσες και αυτό παίζει μεγάλο ρόλο, γιατί όταν έχεις βγάλει άλλες σχολές και έχεις ασχοληθεί με άλλα είδη θεάτρου δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιους συναδέλφους και δεν μπορούν και αυτοί να συνεννοηθούν μαζί σου γιατί μιλάνε με άλλους κώδικες. Εμείς βρήκαμε πολύ γρήγορα τους κώδικές μας και συνεννοηθήκαμε απόλυτα. Και φυσικά είναι και οι ηθοποιοί που έχουν έναν τρομερό αυθορμητισμό και έκαναν το έργο πολύ δικό τους, αυτοσχεδιάζοντας πολύ συχνά και δίνοντας το κάτι τι παραπάνω, που το χρειαζόταν το έργο, καθώς αυτό που προσπαθούσε να δείξει ήταν μια παλιά παρέα του λυκείου. Νομίζω αυτά βοήθησαν πολύ στην επιτυχία.

Θα μιλήσω και για ένα τρίτο, το οποίο αν και δε μου το κουβεντιάζουν πολύ οι θεατές, θεωρώ ότι έπαιξε μεγάλο ρόλο, τη μουσική του Μανώλη Μπονιάτη, η οποία επίσης έδεσε με έναν φοβερό τρόπο ακριβώς με την ατμόσφαιρα του έργου. Δείχνει ακριβώς αυτό το παλιό το νεανικό που κουβαλάμε, αν και μεσήλικες πλέον, αυτή την ανάμνηση της νεότητας, μαζί με το δύσκολο που βλέπουμε να έρχεται στο μέλλον. Αυτά τα τρία συστατικά, μαζί με τη σκηνοθεσία του Κώστα του Δελακούρα, που καθοδήγησε τους ηθοποιούς να αντιληφθούν τι κουβαλάει μέσα του ο κάθε ήρωας, να κάνουν τον ήρωα δικό τους και να τον αφήσουν να λειτουργήσει πάνω στη σκηνή ελεύθερα.

  • Τι σας οδήγησε στο να γράψετε και να ανεβάσετε το έργο; Υπήρξε κάποια αφορμή;

Κάποιο περιστατικό συγκεκριμένο δεν υπήρξε, ήταν κάτι που δούλευε στο μυαλό μου για δύο με τρία χρόνια πριν, που πλησίαζα τα σαρανταπέντε και καταλάβαινα ότι πλέον μπαίνοντας στη μέση ηλικία δεν ήμουν σίγουρη ότι αυτό που άφηνα πίσω μου ήταν κάτι καλό. Είχα μέσα μου την ατμόσφαιρα πως δεν αφήνω πίσω μου καλύτερο τον κόσμο, δεν αφήνω μια παρακαταθήκη, δεν γράφω ιστορία, όπως έγραψε η γενιά των γονιών μου, που τη θεωρούμε γενιά του Πολυτεχνείου. Δεν αφήνουμε ιστορικό αποτύπωμα, σα να είμαστε μια γενιά τρύπα στην ιστορία και φυσικά όλα αυτά τα ένιωθα με πολύ πόνο, γιατί θα ήθελα κι εγώ να ανήκω σε μια ευλογημένη γενιά που θα τη μνημόνευαν στο μέλλον οι επόμενες γενιές. Ότι θα μιλούσαν για τη δική μου γενιά και θα έλεγαν ότι μας αφήσατε μια κληρονομιά πολύ σημαντική και μπορούμε εμείς να πατήσουμε πάνω τους και να πάμε ακόμα πιο μπροστά. Αυτό με πλήγωνε, το ότι δεν αφήνουμε κάτι πίσω μας και ήθελα να εξηγήσω το τι φταίει για αυτό. Γιατί είμαστε μια γενιά τόσο αδιάφορη;

Και φυσικά πηγαίνοντας στο παρελθόν, συνειδητοποίησα ότι έτσι κι αλλιώς ξεκινήσαμε στραβά, γιατί όταν μια νεολαία ξεκινάει χωρίς οράματα και χωρίς ιδέες ευγενείς και υψηλές, πως θα μπει στη μέση ηλικία, που εκεί συνήθως βλέπουμε ακόμα και ανθρώπους που είχαν πολύ υψηλά ιδανικά και ιδέες στα νιάτα τους, σιγά-σιγά να καταπέφτουν; Νομίζω λοιπόν ότι ξεκινήσαμε στραβά, προχωρήσαμε στραβά, ήρθε και η κρίση η οποία μας ταρακούνησε άσχημα, αλλά ακόμα δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε, γιατί δεν είχαμε πολιτική και κοινωνική σκέψη. Δε μας εκπαίδευσαν σε αυτό, δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στην κοινωνία, ούτε να το ερμηνεύσουμε. Και τώρα ακόμα παλεύουμε να καταλάβουμε τι έχει συμβεί και πως θα ανταπεξέλθουμε κάθε μέρα στις δυσκολίες. Το οποίο μας δημιουργεί και μια μιζέρια, είμαστε μίζερη γενιά. Αυτή τη στιγμή βλέπω συνομηλίκους μου που έχουν αρχίσει και γκρινιάζουν. Δυσκολεύονται, φοβούνται και δεν υπάρχει κάποιο φως στο τούνελ. Να πεις θα κάνω υπομονή για λίγο, αλλά μετά μου ανοίγεται μια πολύ ωραία προοπτική. Αυτό είναι πολύ τραγικό. Γιατί αν έχεις μια προοπτική αντέχεις και τις δυσκολίες. Αν όμως αντέχεις τις δυσκολίες χωρίς προοπτική, βλέποντας ότι η κατάσταση μόνο χειροτερεύει, νομίζω ότι εκεί τα πράγματα συναισθηματικά είναι δύσκολα.

  • Οι θεατές βλέπουν τους ήρωες του έργου σας να κάνουν επί σκηνής το δικό τους απολογισμό και ίσως καλούνται φεύγοντας να κάνουν και εκείνοι το δικό τους. Εσείς έχετε μπει σε αυτή τη διαδικασία; Τι κρατάτε και τι αφήνετε πίσω;

Φυσικά και έχω μπει στη διαδικασία, πρώτα μπήκα σε αυτή και μετά έγραψα το έργο. Πρώτα άρχισα να κάνω έναν απολογισμό και μάλιστα δεν ήμουν ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα, ο λογαριασμός δε μου έβγαινε συν, μου έβγαινε πλην. Τώρα τι κρατάω και τι αφήνω πίσω μου… Θα ήθελα να κρατήσω κάτι σαν ελπίδα, όχι όμως με την αφηρημένη έννοια ως κάτι αόριστο, την ελπίδα ότι θα ταρακουνηθούμε γενικότερα και έστω και τώρα θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι ώστε να σταματήσουμε την αντίστροφη μέτρηση και να αλλάξουμε την κατάσταση. Το με ποιον τρόπο, ακόμα το επεξεργάζομαι. Αν τον βρω θα γράψω ένα επόμενο έργο που θα δίνω και συμβουλές. Ακόμα δεν έχω βρει. Αυτό που αφήνω πίσω μου φυσικά είναι όλη αυτή τη σαχλαμάρα της δεκαετίας του ’90 που δε θα ήθελα ποτέ να την ξαναζήσουμε, αφήνω πολύ πίσω μου την τηλεόραση, είναι εδώ και δεκαπέντε χρόνια που δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι μου. Αφήνω πίσω μου το αιώνιο σκρολάρισμα στο κινητό, που νιώθω ότι με αποβλακώνει, κάνει το μυαλό μου πιλάφι και δε με αφήνει να σκεφτώ. Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, όταν περιμένω σε μια στάση προτιμώ να παρατηρώ τον κόσμο, γιατί αυτό με βάζει σε σκέψεις και όχι να σκρολάρω και να βλέπω απλά εικόνες να περνάνε από μπροστά μου. Οπότε, αφήνω πίσω τη λογική που μας είχαν εμφυσήσει από πολύ παλιά, ότι πρέπει να ασχολείσαι με τα ανούσια και τα ανώφελα. Όχι! Θέλω να ασχοληθώ με κάτι πιο ουσιαστικό, θέλω να εμβαθύνω στα πράγματα, θέλω να εμβαθύνω στις σχέσεις και νομίζω μόνο από εκεί μπορεί να βγει κάτι καλό και να δώσουμε κάποιες λύσεις στα καθημερινά μας προβλήματα και στα προβλήματα των επόμενων γενεών. Γιατί ακόμα είμαστε νέοι και μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας κάτι καλό για τους επόμενους.

  • Το 1996 φτιάξατε μαζί με τον Κώστα Δελακούρα τη θεατρική ομάδα Πλάνη, ποιες είναιοι πιο έντονες στιγμές που θυμάστε από αυτό το ταξίδι που διανύει πια την τρίτη του δεκαετία; 

Είναι πάρα πολλά αυτά που έχω να θυμηθώ, ήταν ένα όμορφο ταξίδι, που μας έδωσε πολύ μεγάλες χαρές, γενικά το θέατρο μας έδωσε πολύ μεγάλες χαρές. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι φτιάξαμε ένα δικό μας δρόμο. Δεν υπήρχε προηγούμενη πεπατημένη, δεν ακολουθήσαμε δηλαδή κάποιον δρόμο που τον είχε ακολουθήσει κάποιος άλλος πριν. Χτίσαμε ένα δικό μας κόσμο, μια δική μας πορεία, έτσι όπως τη θέλαμε εμείς, λιθαράκι – λιθαράκι, με πολύ αργούς ρυθμούς, δεν είχαμε γρήγορα επιτυχίες αλλά μας έφτασε στο σημείο να μπορούμε αυτή τη στιγμή και να είμαστε περήφανοι για τη δουλειά μας και την κάνουμε με τον τρόπο που θέλουμε εμείς, χωρίς συμβιβασμούς και να μπορούμε να ζήσουμε από αυτό. Οπότε είναι κάτι για το οποίο είμαι περήφανη και χαίρομαι παρόλο που το μέλλον μας φαινόταν πολύ αβέβαιο τότε που ξεκινούσαμε, έτσι όπως πορευόμασταν με το δικό μας τρόπο.

Τελικά όλο αυτό εξελίχθηκε σε κάτι πολύ ωραίο, εξελίχθηκε στο να φτιάξουμε ένα κόσμο δικό μας μέσα στον οποίο υπάρχουν πολλοί όμορφοι άνθρωποι και να κάνουμε θέατρο έτσι όπως το θέλουμε εμείς, να χτίζουμε τις παραστάσεις μας έτσι όπως θέλουμε εμείς, να χτίζουμε ολόκληρους κόσμους θεατρικούς έτσι όπως θέλουμε εμείς, με το δικό μας τρόπο, έτσι όπως οραματιζόμασταν και ονειρευόμασταν και όπως μας είχε πει ότι έπρεπε να είναι το θέατρο ο δάσκαλός μας ο Βίκτωρας Παγουλάτος, ο οποίος μας επηρέασε πάρα πολύ στα πρώτα μας βήματα, ήταν κοντά μας, πάντα μας συμβούλευε. Μας παρακολουθούσε από μακριά χωρίς να παρεμβαίνει ιδιαίτερα. Τον είχαμε σαν στήριγμα στα πρώτα χρόνια, μετά έφυγε αλλά εμείς κρατήσαμε ψηλά τις ιδέες που μας είχε ενσταλάξει.

Νομίζω η πιο έντονη στιγμή ήταν το 1999, όταν η ομάδα που ήμασταν τότε διαλύθηκε κάπως βίαια, τσακωθήκαμε και είχαμε μείνει μόνοι μας, εγώ και ο Κώστας ο Δελακούρας, είχαμε απελπιστεί πάρα πολύ, πιστεύαμε ότι δε θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε θέατρο έτσι όπως το ονειρευόμασταν. Είχαμε νοικιάσει ένα μικρό δωματιάκι στην Ομόνοια. Τότε είχε γράψει ο Κώστας ένα έργο που λεγόταν “ο Αρλεκίνος” και πηγαίναμε κάθε μέρα και κάναμε πρόβα και αυτό ήταν η πρώτη μας επιτυχία, γιατί το παίξαμε σαν Bar Theater, ένα είδος που εμείς το είχαμε πρωτοφέρει τότε στην Ελλάδα, για την ακρίβεια το γεννήσαμε, γιατί δεν το είχαμε δει και πουθενά αλλού. Αυτό ήταν το πρώτο bar theater που έκανε μια πολύ μεγάλη επιτυχία και είχε γίνει με πολύ μεγάλες δυσκολίες και ήταν πολύ συγκινητικό που ήμασταν δύο παιδιά εικοσιπεντάχρονα τότε και χτίσαμε κάτι από το πουθενά που μετά οδήγησε σε ένα ολόκληρο είδος που ακόμα και σήμερα υπάρχει, βέβαια όχι έτσι όπως το κάναμε εμείς, αλλά με κάποιον τρόπο, κάποια παιδιά, το συνεχίζουν και σήμερα.

  • Ηθοποιός, σκηνοθέτης,συγγραφέας, μεταφράστρια, δασκάλα θεάτρου και καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Βαφείο. Πολλές και απαιτητικές ιδιότητες που έχετε κληθεί να φέρετε εις πέρας. Πως είναι να έχεις δει το θέατρο από κάθε του μετερίζι; 

Λοιπόν, καταρχάς να πω ότι εγώ ξεκίνησα ως ηθοποιός, τελείωσα και πήρα πτυχίο ηθοποιού. Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν κάπως αναγκαστικά, μέσα από τη δουλειά που έπρεπε να κάνουμε σε μια ομάδα. Σε μια ομάδα δεν είχαμε σκηνοθέτη, έπρεπε κάποιος να αναλάβει να κάνει τη σκηνοθεσία και κάπως την κάναμε εναλλάξ. Επίσης, δεν είχαμε χρήματα για να πληρώνουμε πνευματικά δικαιώματα σε διάσημα έργα, οπότε καθίσαμε και γράψαμε. Κάποια στιγμή αργότερα που κάναμε κάποια πιο κλασικά έργα, αναγκαστήκαμε να μεταφράσουμε. Και εμένα μου δόθηκε η ευκαιρία το 2001 να διδάξω σε μια ομάδα θέατρο και είδα ότι είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ να το κάνω και είναι κάτι το οποίο με βοήθησε πάρα πολύ και στον βιοπορισμό αργότερα. Παράλληλα με έκανε καλύτερη ηθοποιό, καλύτερη συγγραφέα, καλύτερη σκηνοθέτη θεωρώ.

Γενικά, η μια ιδιότητα βοηθάει πάρα πολύ την άλλη. Και η χαρά που έχεις από αυτό είναι ότι είσαι μέσα στο θέατρο τόσο ολοκληρωτικά, σε κάνει να σε αφορούν τόσο πολύ τα πάντα που είναι πολύ μαγικό το συναίσθημα όταν ξεκινάς να φτιάξεις μια παράσταση και έχεις περάσει και από τη συγγραφή, ή τη μετάφραση, και έχεις περάσει και από τη σκηνοθεσία, και μετά παίζεις και κάποιο ρόλο. Είναι πολύ όμορφο και το απολαμβάνω πάρα πολύ, να βρίσκομαι σε όλους αυτούς τους ρόλους. Στους “Υπάκουους” είμαι συγγραφέας και ηθοποιός, τη σκηνοθεσία την ανέλαβε ο Κώστας, αλλά σε μια επόμενη δουλειά ενδεχομένως να σκηνοθετήσω εγώ και να το έχει γράψει ο Κώστας.

  • Πως βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, στην παραγωγή της οποίας συνεισφέρετε και εσείς με τα έργα σας;

Λοιπόν, θεωρώ πως αυτός ήταν ένας τομέας στον οποίο η Ελλάδα είχε μείνει πολύ πίσω. Είχαμε τον μέγα πατριάρχη τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και κάποιους πολύ ωραίους συγγραφείς όπως ο Κεχαΐδης, ο Σκούρτης, ο Μανιώτης, ο Διαλεγμένος κλπ, αλλά από το ’90 και μετά δεν έβλεπες συχνά ελληνικά έργα και αυτό ήταν ένα έλλειμμα στο ελληνικό θέατρο. Έβλεπες πολύ καλούς σκηνοθέτες, πολύ καλούς ηθοποιούς αλλά όχι ελληνικά έργα. Νομίζω ότι το μεγάλο μπαμ στην ελληνική δραματουργία έγινε από την καραντίνα και μετά και κάπως το εξηγώ ως εξής: θεωρώ ότι όπως και εγώ, και άλλοι ηθοποιοί κλειστήκαμε στα σπίτια μας γιατί κλείσανε τα θέατρα και δεν μπορούσαμε να παίξουμε και έτσι εμείς οι ίδιοι οι ηθοποιοί κάτσαμε και γράψαμε. Και ξέρετε οι ηθοποιοί το ξέρουν καλά το θέατρο, από μέσα κιόλας, οπότε όταν πάνε να γράψουν ενδεχομένως γράφουν πολύ πιο άμεσα και καλά απ’ ότι ένας απλά θεατρικός συγγραφέας που δεν έχει παίξει ποτέ στο θέατρο.

Έγραψαν λοιπόν οι ηθοποιοί και δεν είναι τυχαίο ότι με το που άνοιξαν ξανά τα θέατρα το 2021, βγήκαν πολλά ελληνικά έργα από Έλληνες ηθοποιούς και ήταν πάρα πολύ αξιόλογα με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να βλέπουμε στις πάμπολλες θεατρικές σκηνές και παραστάσεις που ανεβαίνουν κάθε χρόνο στην Αθήνα, πάρα πολλά ελληνικά έργα σύγχρονα από ανθρώπους της δικής μου κυρίως γενιάς. Και αν κάτι καλό τελικά αφήσει πίσω η δική μου γενιά, ίσως να είναι ότι έχουμε καλούς συγγραφείς. Και σε άλλα είδη λογοτεχνικά η δική μου η γενιά έχει αρκετούς συγγραφείς οι οποίοι είναι πολύ αξιόλογοι και αυτό είναι μια ελπίδα.

  • Φέτος γίνεται είκοσιχρονών το θεατρικό εργαστήρι “Περιπλάνηση” που δημιούργησε η ομάδα Πλάνη το 2004. Έχουν ανάγκη οι άνθρωποι σήμερα να εκφραστούν μέσα απ’ το θέατρο;

Αυτό είναι κάτι που το βλέπω πολύ έντονα, το θέατρο είναι ένας χώρος στον οποίο καταρχάς οι άνθρωποι βρίσκουν άλλους ανθρώπους και μιλούν για πράγματα που τους απασχολούν βαθύτερα από αυτά που μπορεί να κουβεντιάζουν κάθε μέρα με τους φίλους τους ή τους συναδέλφους τους στη δουλειά, στο δρόμο στο σπίτι κλπ. Βρίσκουν ανθρώπους με τους οποίους μπορούν να συζητήσουν για κάτι πιο βαθύ. Για μεγαλύτερες ιδέες για πιο αρχέγονα συναισθήματα. Ένα είναι αυτό, το δεύτερο είναι ότι έρχονται σε μεγάλη επαφή με τον εαυτό τους, με τα δικά τους συναισθήματα και βέβαια το ότι στο θεατρικό εργαστήρι “Περιπλάνηση” καταλήγουμε πάντα στο να δίνουμε παραστάσεις και όχι απλά να κάνουμε σεμινάρια υποκριτικής που τελειώνουν σε έναν κύκλο τριών – τεσσάρων μηνών. Καταλήγουμε να ανεβάσουμε ένα έργο και συνήθως ανεβάζουμε δύσκολα έργα, μεγάλων συγγραφέων.

Πιστεύω ότι τους βοηθάει να εκφράσουν συναισθήματα, τα δικά τους, της κοινωνίας που ζουν, τις ιδέες, μεγάλες ιδέες συγγραφέων, μέσα σε μια ομαδικότητα που τους δίνει την αίσθηση πως είναι πάρα πολύ δυνατοί. Βλέπω πάντα τα ευτυχισμένα βλέμματα μετά τις παραστάσεις και ειδικά μετά την πρεμιέρα που είναι η πιο έντονη, η πιο δυνατή, παράσταση και νιώθω πάρα πολύ περήφανη για την πορεία του θεατρικού εργαστηρίου “Περιπλάνηση” όλα αυτά τα χρόνια. Έχουν περάσει πάρα πολλοί άνθρωποι μέσα από το εργαστήρι, έχουμε χτίσει σχέσεις ζωής εκεί μέσα, θεωρώ ότι είναι μια μεγάλη οικογένεια, όχι ένα απλό εργαστήρι, θεωρώ ότι είμαστε ο ένας για τον άλλο πολύ έντονα, έχουμε ένα πολύ ισχυρό δέσιμο μεταξύ μας και είναι ένας τόπος όπου κάποιος μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματά του, να πει τις ιδέες του, να μιλήσει ελεύθερα σε ένα πολύ ασφαλές περιβάλλον.

  • Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια της ομάδας Πλάνη;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε σκεφτεί μέχρι στιγμής κάτι, ούτε εγώ ούτε ο Κώστας, γιατί απολαμβάναμε τις παραστάσεις των “Υπάκουων”, είναι πολύ ωραία τα σαββατοκύριακα που πηγαίνουμε στο θέατρο Βαφείο και συναντιόμαστε με τους υπόλοιπους του θιάσου και δίνουμε τις παραστάσεις. Δεν είχαμε σκεφτεί κάτι, όμως τώρα επειδή οδεύουμε πλέον προς το τέλος της παράστασης, θα δώσουμε τις τελευταίες παραστάσεις τον επόμενο μήνα (σ.σ. Δεκέμβριος 2024), έχω αρχίσει να σκέφτομαι ένα καινούριο έργο που έγραψα πέρσι, που λέγεται “η Διαθήκη” και σκέφτομαι ότι ίσως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να το ξαναδώ. Να το ξαναχτενίσω, να το διορθώσω σε κάποια σημεία και να το καταθέσω πάλι στην ομάδα. Θα ήθελα να μείνουμε οι ίδιοι ηθοποιοί, γιατί πραγματικά έχουμε δέσει πολύ ωραία και ίσως το επόμενό μας βήμα να είναι πάλι ένα έργο δικό μου, βέβαια θα πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι σε αυτό, αλλά σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι μετά τους “Υπάκουους” θα χρειαστούμε ένα διάλειμμα λίγων μηνών, μέχρι να καταπιαστούμε με κάτι καινούριο. Έχω και άλλα όνειρα εκτός από το καινούριο έργο που έγραψα εγώ, θα ήθελα κάποια στιγμή να κάνουμε και κλασικό ρεπερτόριο, θα ήθελα να ανεβάσουμε κάποιο έργο του Τσέχωφ. Θα δούμε, αν είμαστε καλά όλα θα τα καταφέρουμε!

Άννα σ΄ευχαριστούμε πάρα πολύ για την όμορφη κουβέντα μας και ευχόμαστε καλή επιτυχία σε ότι κάνεις!

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη!

 

Περισσότερα για την παράσταση εδώ.

Δείτε εδώ την κριτική της παράστασης απ΄το Παλκοσένικο.