Επιμέλεια Συνέντευξης: Διονύσης Μαλαπέτσας
Το Παλκοσένικο έχει σήμερα τη μεγάλη χαρά και τιμή να φιλοξενεί την αγαπημένη σεναριογράφο-σκηνοθέτιδα και ηθοποιό Άννα Χατζησοφιά και να κουβεντιάζει μαζί της με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Μονόκλινο σε Μπουάτ», την οποία έχει σκηνοθετήσει και που ανεβαίνει για δεύτερο χρόνο κάθε Κυριακή στις 21:00 στο Θέατρο Αλκμήνη. Άννα σε καλωσορίζω στο Παλκοσένικο και επειδή ξέρω πως αντιπαθείς τον πληθυντικό, χρησιμοποιώ τον ορθότερο -συντακτικά και μαθηματικά- αριθμό για την κουβέντα μας.
Σε έχουμε περισσότερο στο μυαλό μας ως σεναριογράφο τηλεοπτικών επιτυχιών, ωστόσο ενίοτε καταπιάνεσαι με το θέατρο και σκηνοθετείς παραστάσεις; Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί να το κάνεις; Το κείμενο, η εποχή, κάτι άλλο;
Είναι σειρά πραγμάτων τα οποία δεν είναι ίδια κάθε φορά. Άλλοτε είναι μια ιδέα που γυρίζει στο μυαλό μου, άλλοτε η εποχή, αλλά όχι σε ακριβή αντιστοιχία, μπορεί δηλαδή η σημερινή εποχή να μου δημιουργήσει την ανάγκη να μιλήσω για μια άλλη εποχή. Στη συγκεκριμένη παράσταση που σκηνοθέτησα πέρυσι, το Μονόκλινο σε Μπουάτ, ήταν το κείμενο.
Σήμερα λοιπόν μιλάμε με τη σκηνοθέτιδα Άννα Χατζησοφιά. Πως γεννήθηκε η ιδέα να μεταφερθεί το αυτοβιογραφικό βιβλίο, της Όλγας Στέφου, στη σκηνή του θεάτρου και πόσο δύσκολη ήταν για σένα η διασκευή του;
Το βιβλίο το διάβασα με αφορμή τη συμμετοχή μου σε ένα πάνελ παρουσίασης, που μου είχε ζητήσει η Όλγα να μετάσχω. Εντυπωσιάστηκα αρχικά με την γλώσσα της αφήγησης, σύγχρονη, χωρίς να είναι αγοραία, άμεση, με προφορικότητα, έτοιμη δηλαδή για να ανέβει στη σκηνή. Έπειτα η ίδια η ιστορία που αφηγείται μας αφορά όλους. Ακόμα και εάν δεν έχουμε βιώσει έμφυλη βία, η έμφυλη βία είναι παντού, γύρω μας, κάθε δεύτερη μέρα ακούμε για μια γυναικοκτονία. Η ηρωίδα του Μονόκλινου είναι επιζήσασα έμφυλης βίας, άλλες θηλυκότητες δεν στάθηκαν τόσο τυχερές. Τα ζητήματα σωματικής υγείας και που θέτει και η ψυχική δύναμη με την οποία χρειάζεται να οπλιστεί κάποιος για να τα αντιμετωπίσει είναι μάθημα ζωής. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που η Όλγα μιλάει για δύσκολα θέματα, η λεπτή ειρωνεία, το υπόγειο χιούμορ και η αισιοδοξία που αποπνέει με έκαναν να το λατρέψω. Όσο για την διασκευή, δεν χρειάστηκε, απλώς κοψίματα, ραψίματα για να μην γίνει σε διάρκεια Μπεν Χουρ και να πούμε όσα έχουμε να πούμε σε 75 λεπτά της ώρα. Έχω κόλλημα με την διάρκεια ενός έργου, ακόμα και το καλύτερο κάπου χάνει εάν αρχίσω να κοιτάζω το ρολόι μου.

Διαβάζοντας το έργο θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως πρόκειται για έναν μονόλογο. Ωστόσο εσύ αποφάσισες να μοιράσεις το βάρος της συγγραφέως σε τρεις υπέροχες γυναίκες ηθοποιούς (Ιφιγένεια Καραμήτρου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Ελένη Φίλιππα), που παίζουν τον ίδιο άνθρωπο σε διαφορετικές χρονικές μεταβλητές. Πώς προέκυψε αυτό το εύρημα και τι προσφέρει στην παράσταση;
Αρχικά σκέφτηκα ότι θα είναι δυσβάσταχτο εγχείρημα για μία μόνον ηθοποιό, έπειτα στη ζωή της ηρωίδας εξέχουσα θέση κατέχουν δύο γυναίκες, η μητέρα και η γιαγιά της, υπάρχει επίσης το παιγνίδι με τις τρεις μοίρες, όλα αυτά συντέλεσαν στην επιλογή αυτής της σκηνοθετικής προσέγγισης. Όμως κυρίως στην απόφαση μου βάρυνε το γεγονός ότι η ίδια ιστορία είναι μεν προσωπική, αλλά θα μπορούσε να έχει συμβεί σε πολλές και διαφορετικές θηλυκότητες, σε άλλες χρονικές περιόδους. Έτσι επιλέχθηκαν τρεις εξαιρετικές ηθοποιές, σε τρεις διαφορετικές σκηνικές ηλικίες για να ζωντανέψουν αυτή την εκδοχή του κειμένου.

Το να στήνεις τρεις ή περισσότερους διαφορετικούς ηθοποιούς/ρόλους πάνω σε μια σκηνή είναι κάτι σύνηθες στο θέατρο. Ωστόσο, εδώ έχουμε μια άλλη συνθήκη. Τρεις ηθοποιοί βρίσκονται ταυτόχρονα στη σκηνή και παίζουν τον ίδιο άνθρωπο. Πόσο διαφορετική εμπειρία ήταν αυτή σκηνοθετικά;
Δεν υπήρχε καμία διαφορά γιατί οι τρεις τους, σχεδόν από την πρώτη ανάγνωση κατάλαβαν το πνεύμα της σκηνοθεσίας και εναρμονίστηκαν. Δεν είχα αποφασίσει εξάλλου στις πρώτες αναγνώσεις ποια θα πάρει ποιο κομμάτι, έτσι όλες αναμετρήθηκαν με το σύνολο του κείμενου, γεγονός που αποτυπώθηκε στις ερμηνείες τους.
Το έργο καταπιάνεται με κρίσιμα ζητήματα που δυστυχώς μας υπενθυμίζουν πόσο δύσκολο είναι το να είσαι άνθρωπος των σημερινών κοινωνιών. Πόσο συμπεριληπτικός και φιλικός είναι ο κόσμος μας για έναν άνθρωπο με ειδικές ανάγκες, για μια μητέρα με το μωρό της στο καρότσι, για μια γυναίκα που περπατάει μόνη της τη νύχτα, για ένα χαμηλοσυνταξιούχο που πεινά;
Ο κόσμος μας είναι το αντίθετο του συμπεριληπτικού, δημιουργεί σειρά και σωρεία αποκλεισμών. Μια γυναίκα που περπατά μόνη της «τα θέλει και τα παθαίνει», οι ανάπηροι είναι αόρατοι, στο χαμηλοσυνταξιούχο παρέχεται το «προνόμιο» να μπορεί να εργάζεται μέχρι το θάνατο του. Οι πόλεις μας είναι αφιλόξενες, ευγονικές όπως αποκαλούνται στο κείμενο, πόλεις για υγιείς, δρόμοι για υγιείς. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένη αυτή η αντίληψη που και τώρα που μιλάμε οι δήμοι φτιάχνουν πεζόδρομους με αυτά τα υλικά της μοδός, τα μικρά τουβλάκια, που υψώνονται δύο και τρία εκατοστά πάνω από τους αρμούς, που όχι η μαμά με το καρότσι δεν μπορεί να τσουλήσει, όχι το αμαξίδιο, αλλά πρέπει όλ@ να τα διασχίζουν κοιτώντας κάτω, μη σκοντάψουν και τσακιστούν. Και μιλάω από ίδια πείρα, έχω σαβουρντιστεί, που λένε και στο χωριό μου, πάνω από μία φορά.
Ένα από τα ζητήματα που θίγονται στην παράσταση είναι και το γυναικείο. Η γυναικεία ανισοτιμία, η καταπίεση, η κακοποίηση μαστίζουν τον κόσμο, την ώρα που οι γυναικοκτονίες τείνουν να εδραιωθούν στο καθημερινό αστυνομικό ρεπορτάζ ακόμη και στη χώρα μας. Τι πάει τόσο λάθος στον κόσμο;
Είναι η ενσωματωμένη Πατριαρχία που πάει χέρι-χέρι με τον καπιταλισμό. Ζούμε δε την εποχή της αντεπίθεσης της, η έμφυλη βία έχει αυξηθεί διεθνώς, σε χώρες όπως η Ινδία και σε κράτη της Αφρικής ακόμα κυνηγούν γυναίκες ως μάγισσες, τα λέει αναλυτικά και με στοιχεία η Σίλβια Φεντερίτσι στο «Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα». Πέρα όμως από το έμφυλο (που δεν είναι και τόσο πέρα) ο «αρσενικός», ο ακροδεξιός λόγος κυριαρχεί με τρομακτικό ρυθμό στις χώρες του υπαρκτού δυτικού καπιταλισμού. Για τις φονταμενταλιστικές δεν το συζητάω.

Ένα έργο γραμμένο από γυναίκα, σκηνοθετημένο από γυναίκα που παίζεται από τρεις γυναίκες και αφορά στη ζωή μιας γυναίκας μπορεί να συνομιλήσει και με τον ανδρικό πληθυσμό; Υπάρχει ικανό ποσοστό ανδρών στο κοινό;
Ναι, νομίζω ότι είναι σχεδόν στα ίδια ποσοστά. Εντάξει, ανέκαθεν το θέατρο στηρίζονταν περισσότερο στις γυναίκες, όπως και το βιβλίο, αλλά έχουν αυξηθεί συνολικά οι άντρες θεατές, όπως και οι νέοι. Όλο και πιο πολλά νέα άτομα πηγαίνουν στο θέατρο πράγμα πολύ παρήγορο. Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν έργα που απευθύνονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά φύλα, η Τέχνη συνομιλεί με όλ@.
Στη χώρα που το κρέας ή τα είδη πρώτης ανάγκης θεωρούνται πολυτέλεια, στη χώρα που δουλεύεις 13 ώρες και μποτιλιαρίζεσε άλλες 2 στους δρόμους, για να φτάσεις στην τρύπα που νοικιάζεις σε τιμή παλατιού, μπορεί ο απλός πολίτης να βρει χρήματα, χρόνο και διάθεση να πάει στο θέατρο; Υπάρχει εναλλακτική σε όλα αυτά;
Το περίεργο είναι ότι εξοικονομεί χρόνο και χρήματα και βρίσκει τη διάθεση. Δεν είναι το θέατρο η ακριβότερη διασκέδαση, αντίθετα, είναι η αμέσως επόμενη οικονομικότερη από το σινεμά. Προφανώς είναι ανάγκη, ανάγκη κοινωνικοποίησης, επαφής την τέχνη την ώρα που παράγεται. Από την άλλη καταλαβαίνω απόλυτα εκείνους που θέλουν να γυρίσουν σπίτι, να πετάξουν τα παπούτσια και να σαπίσουν στην τηλεόραση ή τις πλατφόρμες ή τα σόσιαλ, το κάνω συχνά. Είναι τόσο αβίωτη η ζήση με όλα αυτά που προανέφερες που ναι, το θέατρο, είναι πολυτέλεια. Άσε που εάν είσαι οικογενειάρχης, μητέρα, δεν έχεις ώρα ούτε για άραγμα. Είναι και το «ευεργετικό» 13ωρο βλέπεις. Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι πότε θα θεσμοθετηθεί εκείνο το ωραίο κίνητρο παραγωγικότητας, το μαστίγωμα.
Στο Παλκοσένικο αγαπάμε να συλλέγουμε θεατρικές ιστορίες που έλαβαν χώρα είτε πάνω στη σκηνή, είτε πέριξ αυτής και που δε φωτίστηκαν ποτέ από τους προβολείς. Ιστορίες του φουαγιέ, της κουΐντας, του παρασκηνίου, των καμαρινιών. Σίγουρα έχεις αμέτρητες, υπάρχει κάποια (ή καλύτερα κάποιες) που σου έρχεται αυτή τη στιγμή στο μυαλό και θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Κοίταξε, ξεκίνησα ως ηθοποιός στο Θεσσαλικό Θέατρο την εποχή που ακόμα τα ΔΗΠΕΘΕ έπαιρναν σβάρνα τις κωμοπόλεις και τα χωριά. Έχουμε ξεντυθεί δίπλα σε καυστήρες καλοριφέρ, σε χώρους με νερά στο πάτωμα, στις πλατείες πίσω από πρόχειρα στημένα παραβάν με την μαρίδα να παίρνει μάτι. Αλλά ναι, θα σου πω μία που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου. Παίζαμε επιθεώρηση, το “Κοντός ψαλμός Αλληλούια” σε ένα χωριό του κάμπου, νομίζω στον Παλαμά Καρδίτσας. Ήταν χειμώνας, το σινεμά που μας φιλοξενούσε είχε και θερινό στην ταράτσα και δίπλα από το καμαράκι προβολής είχε και ένα μικρό διαμερισματάκι με σαλονάκι και μπάνιο. Επειδή δε χωρούσαμε όλος ο θίασος κάτω, δίπλα από τις κουίντες, είπε ο αιθουσάρχης αν θέλαμε κάποιοι να ανέβουμε επάνω. Προθυμοποιηθήκαμε εγώ και η αείμνηστη Ρίκα Βαγιάνη. Αλλάζουμε λοιπόν για την βραδινή παράσταση, μια μακριά φούστα φορούσαμε στην έναρξη, με τιραντέ μπούστο, καπέλο και ψηλά τακούνια. Βγαίνουμε λοιπόν οι καλές σου καλοκαιρινές να κατέβουμε για την παράσταση και ανοίγοντας την πόρτα βρισκόμαστε σε μια ταράτσα καλυμμένη από δέκα πόντους χιόνι. Φανταστείτε το θέαμα μόνο, ούτε σε ταινία του Αγγελόπουλου. Αυτή τη διαδρομή έπρεπε να την κάνουμε καμιά δεκαριά φορές γιατί αλλάζαμε ρούχα από νούμερο σε νούμερο. Αλλά εάν είσαι είκοσι χρονών όλα αυτά είναι υπέροχα.

Το Μονόκλινο σε Μπουάτ, μετά την περσινή επιτυχία που σημείωσε, συνεχίζει και φέτος την πορεία του για μερικές ακόμα παραστάσεις. Μέχρι πότε θα παίζεται το έργο στο Αλκμήνη και ποια είναι τα επόμενα σου σχέδια, θεατρικά και μη;
Θα παίζουμε κάθε Κυριακή στις 9 η ώρα το βράδυ στο θέατρο Αλκμήνη μέχρι και τις 4 Γενάρη. Σχέδια δεν έχω, γιατί όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο θεός γελάει. Καλά να είμαστε και θα δούμε.
Άννα σ’ ευχαριστώ πολύ για την όμορφη κουβέντα μας, ήταν μεγάλη χαρά και τιμή για μας να σ’ έχουμε σήμερα στην παρέα του Παλκοσένικου και σου ευχόμαστε τα καλύτερα, τόσο σε προσωπικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο και βέβαια ανανεώνουμε το ραντεβού μας για μια επόμενη κουβέντα, με αφορμή κάποια επόμενη δουλειά σου.
Διαβάστε περισσότερα για την παράσταση εδώ.

