Κουβεντιάζοντας με τον Σταύρο Ζαλμά

Γράφει ο Διονύσης Μαλαπέτσας

 

Κύριε Ζαλμά σας καλωσορίζουμε στο Παλκοσένικο, είναι ιδιαίτερη τιμή και χαρά για μας να σας έχουμε μαζί μας σήμερα.

 

Σας ευχαριστώ και εγώ για την πρόσκληση!

 

Αφορμή της κουβέντας μας είναι η παράσταση Φθινοπωρινή Ιστορία, σε σκηνοθεσία της Βάνας Πεφάνη, που ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Αλέκος Αλεξανδράκης. Μιλήστε μας λίγο για το έργο που παίζετε έχοντας στο πλάι σας και μια υπέροχη παρτενέρ, την κυρία Πέμη Ζούνη, αλλά και για το ρόλο σας, το μοναχικό και αυτάρκη γιατρό Ροντιόν Νικολάγεβιτς.

 

Είναι ένας πάρα πολύ τρυφερός άνθρωπος, που έχει καταφέρει παρ’ όλα τα αρνητικά που έχει βιώσει στη ζωή του, να διατηρήσει μέσα του αλώβητο το παιδί και την ικανότητα να ερωτεύεται και έναν πολύ πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Είναι γιατρός, είναι πραγματιστής δηλαδή και αυτός λόγω τραυμάτων που έχει αποκομίσει απ΄την ερωτική του ζωή, έχει βιώσει την προδοσία, την εγκατάλειψη και έχει αποφασίσει να κλείσει το κεφάλαιο αυτό, έχει αποφασίσει ότι πλέον το ερωτικό έχει τελειώσει γι’ αυτόν και έχει βασίσει τη ζωή του στην επιστήμη του και στη σχέση του με τους ασθενείς. Αυτός είναι ο Ροντιόν μέχρι που συναντάει τυχαία την Λύντια Βασίλεβνα.

 

Παρακολουθώντας την παράσταση, αισθανθήκαμε μία εξαιρετική χημεία ανάμεσα σε εσάς και την κυρία Ζούνη.

 

Αυτό είναι μια πραγματική ευτυχία για τον ηθοποιό, πολύ μεγάλη τύχη το να βρει ανάμεσα στο στερέωμα των ηθοποιών, των ανθρώπων της σκηνής, να βρει έναν άνθρωπο που να ταιριάζει τόσο πολύ. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια με την Πέμη, έχουμε συνεργαστεί πάντοτε με επιτυχία και στο θέατρο και στην τηλεόραση και πραγματικά σας λέω πως αλληλοσυμπληρωνόμαστε πάνω στη σκηνή, ο καθένας από μας αισθάνεται απόλυτη εμπιστοσύνη ότι θα συνοδευτεί και ότι θα στηριχτεί από τον άλλον. Έχουμε και οι δυο μας ένα σκηνικό ήθος, πράγμα το οποίο είναι δυσεύρετο και φοβερά εκτιμητέο. Πέραν από τη χημεία δηλαδή, έχουμε δέσει και καλλιτεχνικά.

 

 

Το αποτέλεσμα βέβαια της σκηνικής αυτής συνύπαρξης αποτυπώνεται σαφώς και στην επιτυχία που σημειώνει η παράσταση και το βιώνει και το κοινό.

 

Κοιτάξτε για μένα είναι δεδομένη η επιτυχία, δηλαδή όταν συνεργάζομαι με την Πέμη, η επιτυχία είναι δεδομένη, έχοντας συνεργαστεί και στο θέατρο και στην τηλεόραση. Η συνεργασία μας έχει ξεκινήσει απ΄τη δεκαετία του ’90 και όποτε έχουμε βρεθεί μαζί έχουμε κάνει μεγάλη επιτυχία.

 

Να επιστρέψουμε λίγο στο έργο όπου βλέπουμε τον έρωτα να έρχεται άξαφνα στις ζωές των ηρώων του, ίσως απρόσκλητος και ενώ αυτές φαίνεται να έχουν μπει σε μία κατάσταση συντήρησης, τις κλυδωνίζει. Και αναρωτιέμαι αν κάποιος ίσως σκεφτεί πως είναι πλέον αργά για εκείνους, εσείς πιστεύετε πως έχουν ηλικία ο έρωτας και η αγάπη;

 

Ο έρωτας και η αγάπη δεν έχουν ηλικία, αρκεί οι άνθρωποι να είναι διαθέσιμοι και ανοικτοί και να μην έχουν σκοτώσει το παιδί μέσα τους. Γιατί το να ερωτεύεται κανείς είναι θέμα δυνατότητος. Δεν είναι εύκολο το να κρατάς τον εαυτό σου διαθέσιμο, με την πραγματική έννοια. Αυτοί οι δύο δεν ψάχνουν να ερωτευτούν, αντιθέτως έχουν κλειδώσει το κομμάτι αυτό. Ωστόσο διατηρούν μέσα τους την ικανότητα να ερωτεύονται απείραχτοι, αδιάφθοροι και το παιδί μέσα τους ζει απείραχτο και αλώβητο από τις κακουχίες της ζωής και από τον πόνο που έχουν βιώσει απ’ την προδοσία και την εγκατάλειψη, την ερωτική.

 

 

Στήνουν και κάποια αναχώματα νομίζω, τουλάχιστον στην αρχή, προσπαθώντας να το αποφύγουν όλο αυτό.

 

Μόνο αναχώματα; Ειδικά ο γιατρός, ο Ροντιόν Νικολάγιεβιτς, όχι μόνο έχει αποφασίσει ότι έχει τελειώσει αυτή η ιστορία, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναερωτευτεί, έχει αναπτύξει και προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών. Δηλαδή για να χτίσει αυτό το κάστρο γύρω του, της άμυνας, έχει αναπτύξει και ισχυρές προκαταλήψεις.

 

Είναι μια περίεργη εποχή αυτή που ζούμε και δυστυχώς η μοναξιά των ανθρώπων, η αποξένωση τους, είναι ένα άκρως επίκαιρο ζήτημα και μάλιστα σε μία εποχή που τα περίφημα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεσουρανούν. Δε φαίνεται οξύμωρο όλο αυτό; Τι πιστεύετε πως συμβαίνει;

 

Ναι, εκ πρώτης όψεως φαίνεται οξύμωρο, αλλά δεν είναι. Το θέμα δεν είναι αν μιλάμε με τους ανθρώπους ή αν ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους, το θέμα είναι αν επικοινωνούμε βαθιά, αν μοιραζόμαστε τα θέματά μας, δικά μας πράγματα. Μόνο κατά αυτόν τον τρόπο αναπτύσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις και βαθαίνουν. Ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχεί το εγώ, μ’ έναν πάρα πολύ άρρωστο τρόπο και οι περισσότεροι άνθρωποι δυστυχώς δεν κοιτούν καθόλου μέσα τους, είτε από φόβο, είτε από κεκτημένη ταχύτητα, είτε επειδή η ανάγκη τους κάνει να στρέφονται όλο και περισσότερο σε εξωτερικά πράγματα. Δεν κοιτούν καθόλου μέσα τους, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν τον εαυτό τους, να μην εξωτερικεύουν τα πραγματικά τους συναισθήματα και να μην τα μοιράζονται καθόλου με τους άλλους. Αν λοιπόν δύο άνθρωποι δεν μοιραστούν τα βαθιά τους συναισθήματα, τα προβλήματά τους, τις αναζητήσεις τους, τους προβληματισμούς τους, δεν υπάρχει περίπτωση να χτίσουν μεταξύ τους σχέση. Θα είναι τελείως επιφανειακή, όπως γίνεται στο Facebook ας πούμε, όπου ο ένας αποκαλεί τον άλλον φίλο και στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχουν καν συναντηθεί. Αυτό είναι το πρόβλημα της εποχής μας, σιγά-σιγά έφτασε η κοινωνία και η ζωή να αποξενώνει τον άνθρωπο από τον ίδιο του τον εαυτό και αυτό είναι ένα αβάσταχτο φορτίο.

 

 

Η Βάνα Πεφάνη έχει κάνει μία νέα, εντελώς διαφορετική και ολόφρεσκη ανάγνωση του κειμένου και το έχει φέρει στο σήμερα, διατηρώντας όμως το κλίμα της εποχής, όπως για παράδειγμα την ευγένεια, τον πληθυντικό, το savoir-vivre του φλερτ. Θεωρείτε πως έχει χαθεί το φλερτ απ’ τις ζωές των ανθρώπων;

 

Ναι, έχει χαθεί! Έχει χαθεί και δυστυχώς οι νέοι άνθρωποι δεν τον γνωρίζουν καθόλου, όχι μόνο στην πράξη, αλλά και σαν διαδικασία, διότι έχει εισβάλει τόσο πολύ το ίντερνετ στη ζωή των ανθρώπων όπου η έννοια φλερτ είναι κάτι πλέον που είναι άγνωστο. Αυτό το πράγμα δηλαδή που βιώναμε κάποτε, εμείς που είμαστε μεγαλύτεροι, που επικοινωνούσαμε με τα μάτια, που υπήρχε η αγωνία του ποιος θα μιλήσει στον άλλον πρώτος, υπήρχε η αγωνία της προσέγγισης, η αγωνία να δούμε αν η άλλη ύπαρξη μας ταιριάζει, να την κερδίσουμε, αυτό το “ασανσέρ” και οι “πεταλούδες” που λέγαμε παλιά που πεταρίζουν μέσα μας. Αυτό το πράγμα θα μπορούσε να κρατήσει και έναν μήνα και δύο μήνες. Τώρα δεν υπάρχει αυτό το πράγμα και όλα γίνονται αμέσως, με αποτέλεσμα η σημαντικότητα των πραγμάτων να εκμηδενίζεται.

 

Θέλω να πω και για τη Βάνα. Με τη Βάνα εγώ γνωρίζομαι πολλά χρόνια. Είχαμε συναντηθεί τη δεκαετία του ’90, σαν ηθοποιοί, σε ένα αυτοτελές επεισόδιο στην τηλεόραση, από τότε τη γνωρίζω. Και μετά χαθήκαμε, την πορεία της την παρακολουθούσα από μακριά, δεν είχαμε ξανασυναντηθεί και τώρα η ζωή μας έφερε να συνεργαστούμε. Όντως είναι όπως τα λέτε, γιατί το έργο αυτό είναι γραμμένο τη δεκαετία του ’70 από έναν Ρώσο συγγραφέα στη Ρωσία και συμβαίνει στην τότε Ρωσία, γιατί τώρα πια η Ρίγα δεν είναι Ρωσία, αλλά το έργο είναι εμποτισμένο με την ατμόσφαιρα της τότε Ρωσίας, που για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι λίγο παλιό. Ωστόσο, η Βάνα προσπάθησε και το διασκεύασε μ’ ένα χτένισμα στη μετάφραση, στη σκηνοθεσία η μέριμνά της η μεγάλη ήταν όχι το να το εκσυγχρονίσουμε με την έννοια να το φέρει στη σημερινή εποχή, διότι όπως είδατε και εντοπίσατε και εσείς διατηρούμε για παράδειγμα τον πληθυντικό, αλλά να το κάνει διαχρονικό και αυτό το κατάφερε η Βάνα.

 

Και δε χρειάστηκε να καταφύγει σε εύκολες λύσεις, θα μπορούσε για παράδειγμα να βάλει ένα κινητό τηλέφωνο να το κρατάει ένας ήρωας του έργου ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο.

 

Καθόλου, αυτά είναι ανοησίες που κάνουν σήμερα και που η Βάνα δε θα τις έκανε ποτέ.

 

 

Ήθελα τώρα να μιλήσουμε για εσάς και ξεκινώντας με δασκάλους σας το Μινωτή, τον Ευαγγελάτο, το Βογιατζή, τον Παπαβασιλείου ξεκινάτε την πορεία σας στο θέατρο, ακολουθεί το χοροθέατρο, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση. Ποια είναι τα επόμενα βήματα αυτής της σπουδαίας καλλιτεχνικής πορείας;

 

Έχω δουλέψει με πολύ σπουδαίους δασκάλους και είμαι πλέον πεπεισμένος ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν θα ξαναβρεθούν, γιατί έχει αλλάξει η εποχή, γιατί έχει αλλάξει η προσέγγιση στο θέατρο, η σύγχρονη προσέγγιση του θεάτρου δε με αφορά καθόλου, μα καθόλου, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια η προσέγγιση γίνεται όλο και περισσότερο εγκεφαλική και αυτό εμένα δε με αφορά καθόλου. Με αποτέλεσμα, να αισθάνομαι ότι παραστάσεις σαν τη δική μας με την Πέμη και τη Βάνα σε λίγο καιρό θα είναι είδος προς εξαφάνιση. Δηλαδή το να πηγαίνει ο θεατής θέατρο, να συγκινείται, να χαίρεται, να γελάει, να αισθάνεται τρυφερότητα, να γεμίζει από συναισθήματα και μετά να πηγαίνει σπίτι του γεμάτος σκέψεις και συναισθήματα, τα οποία θα τον κάνουν καλύτερο άνθρωπο, αυτό σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει.

 

Γιατί όλο και περισσότερο η προσέγγιση της τέχνης του θεάτρου γίνεται  εγκεφαλικά, Αυτό λοιπόν εμένα δε με αφορά καθόλου. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι σαν ιός μέσα στο θέατρο, οπότε έχω αποφασίσει σιγά-σιγά να απέχω. Και όχι μονάχα γι’ αυτό, αλλά δουλεύω πια 48 χρόνια, είναι πολλά και μάλιστα σκληρά και θέλω να μειώσω το χρόνο της εργασίας μου και να αυξήσω τον προσωπικό μου χρόνο. Όταν θα μου δίνεται η ευκαιρία να συμμετέχω σε παραστάσεις, σαν κι αυτήν, χτισμένες με προσέγγιση που εγκρίνω και επιθυμώ μπορεί να συμμετέχω. Λίγο πάλι, δευτερότριτα κλπ. Αλλά το μέλλον του θεάτρου έτσι όπως έχει χτιστεί αυτή τη στιγμή, δε με αφορά καθόλου.

 

Τι να τον κάνεις το ρόλο αν σε σκηνοθετήσει ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι πέρα για πέρα εγκεφαλικός και θα σε βάλει να κάνεις πράγματα τα οποία μπορεί να είναι έξυπνα, αλλά είναι εγκεφαλικά, να μην επικοινωνήσεις καθόλου με το ρόλο και τον εαυτό σου και να μην επικοινωνήσει και ο θεατής μαζί σου, συναισθηματικά και ψυχικά. Δηλαδή είναι φτιαγμένα από εγκέφαλο για εγκέφαλο. Για μένα το θέατρο είναι λειτουργία, όπως είναι η λειτουργία στις εκκλησίες, όπου πρέπει αυτό το οποίο συμβαίνει πάνω στη σκηνή να συνταράξει το θεατή, να του αφυπνίσει την ψυχή και τα συναισθήματά του, να νιώσει ο θεατής συναισθήματα ισχυρά, έτσι ώστε φεύγοντας απ’ το θέατρο να έχει δεχθεί ένα ψυχικό σκούντηγμα να το πω έτσι και να πάει σπίτι του και να πει “αχ τι ωραίο ήταν αυτό που έζησα σήμερα…”. Αυτό δε θα το πει ο θεατής έχοντας δει μια εγκεφαλική παράσταση, όση καλλιτεχνική αξία και να έχει.

 

 

Έχω μία τελευταία ερώτηση, για να μη σας κουράζω, είμαι μανιώδης συλλέκτης στιγμών που έλαβαν χώρα στο θεατρικό παρασκήνιο, έχετε κάποια τέτοια στιγμή από αυτή την πορεία, αυτή τη συνεύρεση με όλους αυτούς τους μεγάλους θεατρανθρώπους, κάτι που σας έχει μείνει και θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας;

 

Δε με κουράζετε, είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι ερωτήσεις που μου κάνετε. Έχω ζήσει πάρα πολύ κοντά και τον Ευαγγελάτο, και τον Μινωτή, αν και τον Μινωτή όχι τόσο κοντά γιατί ήταν ένας απόμακρος άνθρωπος, και τον Παπαβασιλείου και τον Λευτέρη Βογιατζή, και τον Παπαϊωάνου κλπ. Έχω πάρα πολλές μνήμες από αυτούς τους ανθρώπους. Και από τον Μίνω Βολανάκη που κάναμε πάρα πολλές συζητήσεις, γιατί είμασταν φίλοι και βγαίναμε μια φορά την εβδομάδα και τρώγαμε, αυτοί οι άνθρωποι ήταν κινητοί θησαυροί, περιφερόμενες ψυχές, πολύ κοντά στο φώς! Ειδικά για μένα ξεχώρισε στη ζωή μου ο Βασίλης Παπαβασιλείου που είναι πάνω-πάνω στην πυραμίδα και αμέσως από κάτω είναι ο Μίνως Βολανάκης.

 

Πού πήγαν όλα αυτά όμως, αυτό είναι το πρόβλημα, αυτή είναι η απογοήτευση σήμερα. Πού πήγαν όλα αυτά; Όπως το ίδιο μπορεί να πει κανείς για το κομμάτι της μουσικής. Πού πήγαν όλα αυτά; Είναι μια απογοήτευση που αισθάνεται ένας άνθρωπος συνειδητοποιώντας ότι είχαμε τεράστιους ανθρώπους στη μουσική, τεράστιους ανθρώπους στο θέατρο και αυτή τη στιγμή το ραδιόφωνο παίζει σκουπίδια και στο θέατρο βλέπουμε παραστάσεις που όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο εγκεφαλικές. Τι κληρονομιά! Γιατί εξαφανίστηκε έτσι; Από έναν Χατζιδάκι και Γκάτσο ας πούμε, και Θεοδωράκη και Ξαρχάκο και τόσους άλλους, και τους λαϊκούς, και τους ρεμπέτες, ανοίγεις σήμερα το ραδιόφωνο και νομίζεις ότι είσαι στο Dubai..,

 

Κύριε Ζαλμά θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για το χρόνο σας και για την όμορφη κουβέντα μας!

 

Εγώ σας ευχαριστώ για αυτή την ωραία συνέντευξη!

Μπορείτε να ακούσετε και το Podcast της όμορφης κουβέντας μας με τον κύριο Σταύρο Ζαλμά εδώ:

 

Διαβάστε εδώ την κριτική μας για την παράσταση.

 

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.